Καλοκαιρι 2025
Chris Pearson

Σκυλοι μακρια απο τον καναπε

Michela de Mattei, True Believers See More Patterns, 2024

Οnline αρχείο βίντεο με εμφανίσεις θυλακίνου

Στιγμιότυπο από το βίντεο, 18′ 42” (εν εξελίξει)
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας

Ενώ κάθομαι στον καναπέ και χαϊδεύω τη σκύλα μου την Κάσσι, που κοιμάται δίπλα μου, νιώθω σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Το άγχος μου για τον κόσμο προσωρινά υποχωρεί και το τμήμα του εγκεφάλου μου που σχεδιάζει, ανησυχεί και οργανώνει κατακλύζεται από οξυτοκίνη, την ουσία που σύμφωνα με τους επιστήμονες εκκρίνεται όταν χαϊδεύουμε έναν σκύλο. Αναρωτιέμαι πόσοι άνθρωποι και σκύλοι ανά τον κόσμο και τις εποχές έχουν βιώσει κάτι παρόμοιο. Τελικά, οι ανησυχίες επιστρέφουν στο μυαλό μου και οι απαιτήσεις της ημέρας ανακτούν το χαμένο τους έδαφος. Η επαγγελματική μου ιδιότητα ως ιστορικού επανακάμπτει και θυμίζω στον εαυτό μου ότι η Κάσσι κι εγώ ζούμε σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και έναν συγκεκριμένο τόπο. Και οι δύο διαβιούμε μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο∙ η σχέση μας διαμορφώθηκε από ιστορικές διαδικασίες όπως η μόδα της κατοχής κατοικίδιων ζώων και του κυνοκεντρικού καταναλωτισμού. Τα ζώα αυτά, που οι πρόγονοί τους κάποτε εργάζονταν, βρίσκονται πλέον σε σπίτια με τροφή, λιχουδιές, παιχνίδια και άνετα κρεβάτια (τα οποία η Κάσσι αγνοεί συστηματικά, προτιμώντας τον καναπέ). Η Κάσσι είναι lurcher,1 ένα είδος σκύλου που δημιουργήθηκε πριν από πολύ καιρό με σκοπό τη λαθροθηρία στα βρετανικά δάση, μια κληρονομιά που επιζεί στην επιθυμία της να κυνηγάει σκίουρους. Αλλά η ίδια –όπως και οι περισσότεροι σκύλοι στο βόρειο ημισφαίριο– είναι σκύλος συντροφιάς. Τα καθήκοντά της, αν υπάρχουν, είναι να προσφέρει συναισθηματική θαλπωρή και χαλάρωση και να μας γοητεύει με το ατημέλητο τρίχωμα και τη γούνα της.

H Κάσι στον καναπέ
Ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα

  

Ο κόσμος της Κάσσι είναι επίσης γεωγραφικά οριοθετημένος. Γεννήθηκε στη βορειοανατολική Αγγλία και τώρα ζει 200 μίλια μακριά, στη βορειοδυτική. Μας έχει συνοδεύσει σε διακοπές σε διάφορα σημεία της Βρετανίας, αλλά η επικράτειά της είναι κυρίως το σπίτι, το πάρκο της περιοχής και η γειτονιά, το τοπικό καφέ (όπου απολαμβάνει τις λιχουδιές που έχουν την ευγένεια να προσφέρουν οι ιδιοκτήτες στους τετράποδους πελάτες) και η γύρω ύπαιθρος, όπου τη βγάζουμε βόλτες. Ταξιδεύοντας στο παρελθόν, παρατηρούμε πώς η ραγδαία άνοδος των κυνολογικών ομίλων, των εκθέσεων σκύλων και των «καθαρόαιμων» φυλών κατά τον 19ο αιώνα μάς έχει συνηθίσει να θεωρούμε τους σκύλους «ριζωμένους» σε συγκεκριμένες χώρες και περιοχές (πάρτε για παράδειγμα τα τεριέ: έχουμε τις ποικιλίες Boston, Manchester, Bedlington, Skye, καθώς και πολλές ακόμη που προέρχονται από συγκεκριμένες περιοχές). Οι εθνικιστικές ιδεολογίες του 19ου και του 20ού αιώνα ενίσχυσαν περαιτέρω τους δεσμούς μεταξύ σκύλων και χωρών: θυμηθείτε την επινόηση του φινλανδικού σπιτζ ή τις διαμάχες μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο για το αν οι γερμανικοί ποιμενικοί/αλσατικοί (Alsatians) ήταν γαλλικοί ή γερμανικοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γερμανοί εκτροφείς τους ονόμασαν γερμανικούς ποιμενικούς, ενώ οι Γάλλοι αλσατικούς. Και ενώ αληθεύει ότι οι άνθρωποι έχουν διαπλάσει τα σκυλιά ώστε να προσφέρουν υπηρεσίες σε συγκεκριμένα τοπία –οι Γάλλοι κυνηγοί εγκωμίαζαν τον τρόπο με τον οποίο τα σκυλιά τους είχαν προσαρμοστεί για να κυνηγούν θηράματα στις πολύμορφες pays της χώρας τους– η κινητικότητα έχει διαμορφώσει βαθιούς δεσμούς μεταξύ ανθρώπων και σκύλων. Από τους σκύλους ελκήθρου στην Αρκτική έως την ανταλλαγή κυνηγετικών σκύλων μεταξύ Ευρωπαίων και Ασιατών ηγεμόνων κατά την προνεωτερική περίοδο, τα σκυλιά έχουν επιτρέψει στους ανθρώπους να ταξιδεύουν, να εμπορεύονται και να δημιουργούν σχέσεις με άλλες κοινωνίες.2

Ο εφελκυσμός μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου βρισκόταν στον πυρήνα της βικτοριανής βρετανικής κυνολογικής κουλτούρας, η οποία αποτελεί τη βάση για τους σύγχρονους σκύλους και τις πρακτικές φροντίδας τους. Οι Βρετανοί εκτροφείς και λάτρεις των σκύλων θεωρούσαν πως ήταν το κέντρο του παγκόσμιου «σκυλοβασιλείου». Καμάρωναν για τον τρόπο με τον οποίο οι ιδιαιτερότητες του τοπίου, της κουλτούρας, της ιστορίας και της επινοητικότητάς τους είχαν τελειοποιήσει τον δεσμό μεταξύ ανθρώπων και σκύλων. Υπό την αιγίδα της αριστοκρατίας, οι κυνηγοί εξέλιξαν φυλές που είχαν τις ρίζες τους στην ένδοξη ύπαιθρο, με το φόξχαουντ να αποτελεί το πετράδι του στέμματος. Για τους ένθερμους θιασώτες της από την ανώτερη τάξη, η φυλή αυτή ενσάρκωνε την αγγλική ύπαιθρο και την αριστοκρατική κυνηγετική κουλτούρα. Το πάθος για πιο λαϊκά, αιματηρά αθλήματα στις αναπτυσσόμενες βιομηχανικές πόλεις είχε απήχηση κυρίως σε άνδρες της εργατικής τάξης, που συνδύαζαν την αγάπη τους για τον τζόγο και τις κυνομαχίες με την εκτροφή και την επίδειξη των σκύλων τους. Αποτελούσαν μέρος του νέου κυνοφιλικού κόσμου μαζί με το Kennel Club (που ιδρύθηκε το 1873). Οι εύποροι ιδρυτές του ομίλου, προερχόμενοι από την πλούσια αριστοκρατία και τον επιχειρηματικό κόσμο, τον τοποθέτησαν στην καρδιά του βρετανικού κατεστημένου. Εν τω μεταξύ, η ίδρυση της Royal Society for the Prevention of Cruelty to Animals (RSPCA) το 1824, του καταφυγίου Battersea Dogs Home το 1860, καθώς κι ένα δραστήριο κίνημα κατά της ζωοτομίας στα τέλη του 19ου αιώνα έδειξαν ότι οι Βρετανοί νοιάζονταν για τα σκυλιά τους όσο και για την εκτροφή και την επίδειξή τους. Οι Βρετανοί υπερηφανεύονταν επίσης για την εξάλειψη έως το 1902 της λύσσας των σκύλων εντός των συνόρων της χώρας, μέσω αυστηρότερης διαχείρισης και επιτήρησης, εντολών για τη χρήση φίμωτρου και καραντίνας. Ωστόσο, αυτή η αυταρέσκεια παρέβλεπε τη μακρά ιστορία των κυνομαχιών στη Βρετανία, τη συνεχιζόμενη κακοποίηση των σκύλων και τη μαζική θανάτωση αδέσποτων σε καταφύγια και κυνοκομεία.

Ζητήστε την πατέντα του Spratt για φυτική τροφή σκύλου με φιβρίνη κρέατος και παντζάρια
Διαφημιστική κάρτα μπισκότων για σκύλους της Spratt’s Pattent, μεταξύ 1900 και 1909 (?)
Χαρτί, 8 x 11 εκ.
Ευγενική παραχώρηση της Συλλογής Wellcome.

  

Άλλες χώρες είχαν να καυχιούνται για τις δικές τους καινοτομίες. Το Βέλγιο πρωτοστάτησε στους αστυνομικούς σκύλους, και η Γερμανία στους στρατιωτικούς. Ο Γάλλος Louis Pasteur παρουσίασε το εμβόλιο κατά της λύσσας το 1885 και ένας Αμερικανός, ο James Spratt, επινόησε την αγορά σκυλοτροφών (αν και σε βρετανικό έδαφος). Ωστόσο, άλλες χώρες αναγνώρισαν τη Βρετανία, συχνά με απροκάλυπτη ζήλια, ως κέντρο της καινοτομίας στην κυνολογία και ακολούθησαν το παράδειγμά της. Το 1911, αυστριακοί, βελγικοί, ολλανδικοί, γαλλικοί και γερμανικοί όμιλοι ίδρυσαν τη Fédération Cynologique Internationale (FCI), προκειμένου να διευκολύνουν και να τυποποιήσουν τον όλο και πιο διεθνή χαρακτήρα των εκθέσεων σκύλων.3 Άλλοι όμιλοι εκτροφής ακολούθησαν κατά την περίοδο του μεσοπόλεμου σε χώρες όπως η Βραζιλία το 1922, η Πολωνία το 1938 και το Μεξικό το 1940.

Παρά την ανάδυση εθνικών κυνολογικών ομίλων, οι φυλές συχνά είχαν τις ρίζες τους σε μορφές κινητικότητας που υπερέβαιναν τα σύνορα. Οι διοργανωτές εκθέσεων σκύλων στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε απάντηση στις νέες φυλές «καθαρόαιμων» σκύλων με παγκόσμια εμβέλεια, καθιέρωσαν διαφορετικές κατηγορίες για «αυτόχθονες» και «εισαγόμενους» σκύλους. Ωστόσο, οι «αυτόχθονες» σκύλοι ήταν αυτοί που είχαν εισαγάγει οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες από τον 16ο αιώνα και μετά –και είχαν αναμειχθεί και μερικές φορές αντικαταστήσει τις φυλές των ιθαγενών Αμερικανών–, μαζί με εκείνους που είχαν αναπτυχθεί από Αμερικανούς εκτροφείς, όπως τα Boston Terrier, Chesapeake Bay Retriever και Coon Hound.4 Όπως και πολλές άλλες πτυχές του κόσμου των φυλών σκύλων, οι κατηγοριοποιήσεις ήταν αυθαίρετες και παρέβλεπαν τις πιο περίπλοκες και κινητικές ιστορίες.

Καλλιστεία σκύλων. Όμιλος εκτροφής της Νέας Αγγλίας, χ.χ.
Αφίσα που δείχνει διάφορες φυλές σκύλων στην έκθεση σκύλων του Ομίλου εκτροφής της Νέας Αγγλίας που πραγματοποιήθηκε στο Mechanic’s Hall, Huntington Ave., Βοστώνη
Πηγή: PARIS PIERCE

  

Συντονισμένοι με την ευρύτερη αυτοκρατορική αμνησία (εκούσια ή ακούσια), οι Βρετανοί έχουν ξεχάσει πώς η δημιουργία της κυρίαρχης βικτωριανής κυνοφιλικής κουλτούρας είχε αποικιοκρατική διάσταση με ρίζες στην εντός της αυτοκρατορίας κινητικότητα. Παράλληλα με τη συχνά βίαιη μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών, ιδεών και φυτών σε όλο τον κόσμο, η βρετανική αυτοκρατορία διακινούσε φυλές σκύλων, όπως και τα γνωρίσματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής κυνοφιλίας, σε όλη την Αφρική και την Ασία, ενώ ταυτοχρόνως διαμόρφωνε και την εγχώρια κυνοφιλική κουλτούρα. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι Βρετανοί στρατιώτες άρπαξαν τα πεκινουά από την Κίνα. Οι Κινέζοι εκτροφείς διαμόρφωσαν τα σκυλιά αυτά, που μερικές φορές αναφέρονταν ως «μικρά λιοντάρια» (Xiao Shizi Gou), ώστε να μοιάζουν με τα λεοντόμορφα αγάλματα που φρουρούσαν τους βουδιστικούς ναούς. Οι αποικιοκρατικές εισβολές στην Κίνα κατά τη διάρκεια των Πολέμων του Οπίου (1839-42 και 1856-60), αλλά και μετά από αυτούς, εγκαινίασαν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των σκύλων. Το 1860 Βρετανοί και Γάλλοι στρατιώτες λεηλάτησαν το Θερινό Ανάκτορο στο Πεκίνο. Ενώ άλλοι στρατιώτες αποσπούσαν από το παλάτι ανεκτίμητα έργα τέχνης, ο Sir George Fitzroy, ο ναύαρχος Lord John Hay και ο στρατηγός Dunne πήραν σκυλιά πεκινουά και τα χάρισαν σε γυναίκες της βρετανικής αριστοκρατίας, μεταξύ άλλων και στη βασίλισσα Βικτωρία. Βρετανοί στρατιώτες μετέφεραν κι άλλα από αυτά τα σκυλιά στη Βρετανία τη δεκαετία του 1890, δίνοντας τη δυνατότητα στους Βρετανούς εκτροφείς να αναδείξουν τη συγκεκριμένη φυλή, ισχυριζόμενοι ότι διέσωσαν τα πεκινουά. Ένα από τα σκυλιά –ο Ah Cum– είχε εξαχθεί λαθραία από την Κίνα και θεωρήθηκε ο «πατριάρχης» της φυλής. Μετά τον θάνατό του το 1905, ταριχεύτηκε και συντηρήθηκε σε μουσείο. Τα σκυλιά πεκινουά έγιναν εξαιρετικά δημοφιλή στη Βρετανία, με πρωτοστάτες γυναίκες της αριστοκρατίας που ασχολήθηκαν με την εκτροφή σκύλων. Η Lady Algernon Gordon-Lennox, η Mrs Douglas Murray και η Mrs Albert Gray καθόρισαν τα μορφολογικά πρότυπα της φυλής σε συνεννόηση με Κινέζους διπλωμάτες που ζούσαν στο Λονδίνο. Το 1901, ένα πεκινουά κέρδισε την «ανοιχτή» κατηγορία στο Crufts (πρώτη έκθεση το 1891) και το 1904 οι λάτρεις της φυλής ίδρυσαν το Pekingese Club. Η επιτυχία της φυλής οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις βασιλικές καταβολές της. Τα πεκινουά έγιναν η ζωντανή ενσάρκωση της κάποτε ένδοξης αλλά κατακτημένης πλέον αυτοκρατορικής Κίνας – όπως και της υποταγής της Ανατολής στην υποτιθέμενη εκπολιτιστική δύναμη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.5

Aπεικόνιση εποχής του Looty, μικρού πεκινουά που βρέθηκε στα Θερινά Ανάκτορα, κοντά στο Πεκίνο, 1861. Πηγή: Getty Images

  

Τα σκυλιά ταξίδεψαν και αντίστροφα. Όταν αξιωματούχοι της βρετανικής αποικιοκρατίας, έμποροι και στρατιώτες ταξίδευαν στην Ινδία και σε άλλες αποικίες, τους συνόδευαν κάθε λογής Φάιντο και Ρόβερ. Τις περισσότερες φορές αυτό γινόταν χωρίς προβλήματα, με τα σκυλιά να επιβιβάζονται σε πλοία στο Λίβερπουλ, το Λονδίνο και άλλα λιμάνια για να ζήσουν μια υπερπόντια ζωή. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, καιροφυλακτούσε η καταστροφή. Όταν το ατμόπλοιο Oxfordshire εισήγαγε «καθαρόαιμους» σκύλους από τη Βρετανία στη Σιγκαπούρη το 1884, οι Βρετανοί άποικοι τους αγόρασαν αμέσως από τον καπετάνιο του πλοίου. Δυστυχώς, τουλάχιστον ένας από τους σκύλους ήταν λυσσασμένος και ξέσπασε επιδημία στην πιο «ευρωπαϊκή» συνοικία της Σιγκαπούρης, με τέσσερις ανθρώπους να υποκύπτουν στη νόσο. Ωστόσο, αντί να κατηγορήσουν τους καθαρόαιμους σκύλους, οι αξιωματούχοι θεώρησαν υπεύθυνα τα αδέσποτα σκυλιά και ξεκίνησαν μια εκστρατεία εξόντωσής τους.6

Οι Βρετανοί εξήγαγαν τεχνικές διαχείρισης σκύλων –όπως και τον φόβο για τη λύσσα– τις οποίες είχαν τελειοποιήσει στις αναπτυσσόμενες και βιομηχανοποιημένες πόλεις της βικτοριανής Βρετανίας. Πάνω απ’ όλα, έφεραν μαζί τους την αποστροφή για τα αδέσποτα σκυλιά. Στη νότια Αφρική, λευκοί δασοφύλακες, έποικοι και ιεραπόστολοι επιτίθονταν στα «σκυλιά των Κάφρων», που ανήκαν σε Αφρικανούς και τα οποία συνάντησαν στο Ανατολικό Ακρωτήριο και στο Τρανσκάι, θεωρώντας τα επιθετικά, άγρια και μη εξελιγμένα και γκρινιάζοντας ότι απειλούσαν τα ζωντανά και την περιουσία τους. Απαξιώνοντάς τα μετά βδελυγμίας ως «κοπρόσκυλα», παρέβλεπαν το γεγονός ότι τα σκυλιά αυτά αναλάμβαναν πολύτιμες υπηρεσίες στο κυνήγι, τη βοσκή και τη φύλαξη.7

Η αποστροφή των αποικιοκρατών για τα αδέσποτα σκυλιά έφτασε στο αποκορύφωμά της με τους «παρίες», τον χαρακτηρισμό που οι Βρετανοί έδωσαν στα αδέσποτα σκυλιά της Ινδίας. Η ετυμολογία του όρου προέρχεται από το «Paraiyar», το παλιό όνομα μιας κατώτερης κάστας (που σήμερα είναι γνωστή ως Adi Dravida) από τη νότια Ινδία, την περιοχή που σήμερα είναι το Ταμίλ Ναντού, η Κεράλα και η Σρι Λάνκα. Οι παρίες έπαιζαν τύμπανα σε γάμους, κηδείες και άλλες εκδηλώσεις, παράλληλα με άλλες υποδεέστερες εργασίες («parai» στα Ταμίλ σημαίνει «τύμπανο»). Παρόλο που τους θεωρούσαν θύματα της καταπίεσης των ανώτερων καστών, οι Βρετανοί περιφρονούσαν την υποτιθέμενη ανηθικότητα, μέθη και βιαιότητα των Paraiyar και δημιούργησαν τον όρο «παρίας» για να αναφέρονται στους απόκληρους, ανθρώπους και μη.8 Οι Βρετανοί χαρακτήρισαν τα αδέσποτα σκυλιά «παρίες» (απόκληροι) και η λέξη αυτή εξαπλώθηκε σε άλλες αποικίες και στην ίδια τη Βρετανία. Η αποικιακή κινητικότητα δημιούργησε έτσι νέες κατηγορίες για τα σκυλιά.

Για τους Βρετανούς, οι σκύλοι-παρίες συνιστούσαν ξεκάθαρη απόδειξη της ιστορικής και συνεχιζόμενης ύφεσης και παρακμής της ινδικής κουλτούρας. Ένα άρθρο του 1841 στο Cleave’s London Satirist and Gazette of Variety ισχυριζόταν ότι «η καταθλιπτική επίδραση του κλίματος στο οποίο έχει προσαρμοστεί [ο σκύλος-παρίας] τον καθιστά νωθρό και αδρανή σε ακραίο βαθμό». Ακόμα χειρότερα, η χορτοφαγία των Ινδουιστών –και ως εκ τούτου η έλλειψη εντόσθιων και υπολειμμάτων κρέατος για τους αδέσποτους σκύλους– φέρεται να οδήγησε τους σκύλους του δρόμου στη βρώση ανθρώπινων πτωμάτων. Αυτή η ανθυγιεινή διατροφή τούς κατέστησε τρομακτικούς φορείς μετάδοσης ασθενειών: «το δάγκωμα του παρία είναι ανίατο».9 Αυτή η περιγραφή είναι ιδιαίτερα παραστατική και παρουσιάζει κατηγορηματικά τον παρία ως ένα επικίνδυνο και αηδιαστικό πλάσμα – λειτουργώντας ταυτοχρόνως ως αναντίρρητη απόδειξη του παραλογισμού και της επικινδυνότητας των θρησκευτικών πεποιθήσεων των Ινδών.

Δύο σκυλιά κάθονται δίπλα σε ανθρώπινα οστά και ουρλιάζουν σε μια μεγάλη νυχτερίδα, χ.χ.
Χαρακτικό, 12,2 x 16,3 εκ.
Ευγενική παραχώρηση Wellcome Collection.

  

Σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, ο έντονος φόβος και η απέχθεια για τα αδέσποτα σκυλιά ώθησαν τις βρετανικές αρχές να εισαγάγουν μέτρα διαχείρισης των σκύλων: φίμωση, σύλληψη σκύλων, σφαγή στους δρόμους και «ανθρωπιστική» θανάτωση σε θαλάμους θανάτου στα νεοσύστατα καταφύγια και τα κυνοκομεία. Στο Τσενάι (πρώην Μαντράς), ο αστυνομικός διευθυντής πλήρωνε Ινδούς «κούληδες» για να εκτελούν τη βρώμικη δουλειά της μεταφοράς των νεκρών αδέσποτων σκύλων στο Πάρκο του Λαού, όπου τους έγδερναν και τους έθαβαν. Κατά τη διετία 1875-1876, 7.384 σκύλοι δολοφονήθηκαν και θάφτηκαν από αυτούς τους εργάτες.10

Ωστόσο, οι αποικιοκρατικές σφαγές σκύλων προκάλεσαν ανησυχία. Ορισμένοι Βρετανοί παρατηρητές φοβούνταν μήπως αυτό προσέβαλλε τα θρησκευτικά αισθήματα των Ινδών και εξέθετε απροκάλυπτα τη βία της αποικιοκρατίας. Διαδηλώσεις κατά της βρετανικής σφαγής αδέσποτων σκύλων ξέσπασαν στη Μουμπάι (πρώην Βομβάη) το 1830 και το 1916, ενώ οι ανησυχίες για τη σκληρότητα των μεθόδων σύλληψης σκύλων προκάλεσαν έντονες συζητήσεις και διαμαρτυρίες στις αρχές του 20ού αιώνα στην Κολκάτα (πρώην Καλκούτα).11

Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές εισήγαγαν επίσης λιγότερο θανατηφόρες από την εξόντωση πτυχές της βικτοριανής κυνολογικής κουλτούρας. Ίδρυσαν κυνολογικούς ομίλους σε όλη την Αφρική και την Ασία, οι οποίοι προσέλκυσαν Βρετανούς εκτροφείς αλλά και τις αποικιακές ελίτ. Από το Χονγκ Κονγκ έως την Ινδία, οι τελευταίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση και την επίδειξη σκύλων, κυρίως σε ράτσες μη ευρωπαϊκής προέλευσης. Στην έκθεση σκύλων του 1913 στο Τσενάι, τα κυνηγόσκυλα ρατζαπαλαγιάν παρουσιάστηκαν δίπλα στις γνωστές ευρωπαϊκές φυλές∙ τη διοργάνωση της έκθεσης είχε προτείνει ο μαχαραγιάς του Πριθαπουράμ, ένας ένθερμος εκτροφέας σκύλων.12 Οι Βρετανοί ίδρυσαν επίσης λέσχες για το κυνήγι αλεπούς στην Ινδία, με τα φόξχαουντ να χρησιμοποιούνται για το κυνήγι τσακαλιού.

Οι σκύλοι συντροφιάς απάλυναν τη νοσταλγία των αξιωματούχων για την πατρίδα, με ορισμένους να ισχυρίζονται ότι έκαναν πιο υποφερτό τον συχνά μονήρη βίο τους. Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα σε θέματα σκύλων και αποικιοκρατίας H. H. King, «υπάρχουν Άγγλοι που ζουν σε απομονωμένα μέρη, όπως αυτά που βρίσκονται στην καρδιά της Αφρικής, οι οποίοι, αν τους ζητούσαν να ονομάσουν έναν σύντροφο, θα επέλεγαν χωρίς δισταγμό κάποιον σκύλο». Ένας αφοσιωμένος και χαρούμενος σκύλος απομάκρυνε τη «μοναξιά» και εμπόδιζε τον ιδιοκτήτη του, που του έλειπε η συντροφιά «άλλων λευκών ανδρών», να διολισθήσει στην «κακοκεφιά και την κατάθλιψη».13 Τα κατοικίδια σκυλιά προσέφεραν έναν τρόπο να εκφραστούν και να ανακουφιστούν οι αποικιοκρατικές ανησυχίες που κρύβονταν πίσω από την αλαζονεία της αυτοκρατορικής προπαγάνδας. Ωστόσο, η εισαγωγή σκύλων από τη Βρετανία δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση για τους ανήσυχους ιδιοκτήτες σκύλων.

Καρτ ποστάλ με φωτογραφία στούντιο των αρχών του 20ού αιώνα. Απεικονίζεται περήφανος λευκός κυνηγός, μαζί με τον σκύλο του, ράτσας τεριέ, που ποζάρει μπροστά σε δέρμα τίγρης και κέρατα ινδικής αντιλόπης, κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, Μπανγκαλόρ, Ινδία, γύρω στο 1910
Χαρτί, 38,9 x 57,4 εκ.
Φωτογραφία: W. V. Eden. Πηγή: Alamy online archive.

  

Οι ειδικοί έσπευσαν να προειδοποιήσουν τους Βρετανούς να προστατεύουν τα σκυλιά τους από τα καυτερά φαγητά και τη ζέστη, όπως θα έπρεπε να προστατεύουν και τον εαυτό τους από ανάλογους κινδύνους. Ένας δημοφιλής οδηγός για την εκτροφή κατοικίδιων στην Ινδία, ο οποίος το 1933 είχε φτάσει στην δέκατη έκδοση, προσέφερε πληθώρα πληροφοριών. Παραβλέποντας το γεγονός ότι εκατομμύρια αδέσποτα σκυλιά επιβίωναν και ευημερούσαν στο κλίμα του τόπου, το βιβλίο συμβούλευε τους ιδιοκτήτες να ρίχνουν τη θερμοκρασία των κατοικιδίων τους με ένα punkah (ανεμιστήρα που λειτουργούσε ένας Ινδός υπηρέτης) και να τα μεταφέρουν σε μεγαλύτερο υψόμετρο όταν έκανε ζέστη.14 Οι ιδιοκτήτες έπρεπε επίσης να είναι ενήμεροι για τους πιθανούς κινδύνους της ινδικής διατροφής. Το τσαπάτι δεν ήταν θέμα, αλλά τα υπολείμματα φαγητών με κάρυ προκαλούσαν προβλήματα.15 Οι προφυλάξεις ήταν απαραίτητες, σύμφωνα με τις πληροφορίες, στη νότια Αφρική. Ο Randolph Churchill προειδοποίησε τους αποίκους να μη φέρουν μακρύτριχους σκύλους στη Μασόναλαντ (σημερινή Ζιμπάμπουε), όσο δελεαστικό και αν ήταν να έχουν ένα σέτερ ή ένα σπάνιελ για κυνήγι. Τα τσιμπούρια θα ταλαιπωρούσαν τους σκύλους «προκαλώντας πυορροούσες πληγές», και τελικά θα οδηγούσαν σε ασθένειες και θάνατο. Συνέστησε στους ιδιοκτήτες που δεν μπορούσαν να αντισταθούν στο να φέρουν τον σκύλο τους να εφοδιαστούν με καρβολικό οξύ για να θεραπεύουν τυχόν τραύματα ή πληγές.16

Όμως ας επιστρέψουμε στην Κάσσι στον καναπέ, το μέρος όπου περνάει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της. Ο γεωγραφικά οριοθετημένος κόσμος της κρύβει πώς τα σκυλιά –και οι ιδέες, οι πρακτικές και οι κουλτούρες που τα αφορούν– διαμορφώθηκαν, εν μέρει, μέσω της κινητικότητας. Η εθνικιστική γλώσσα των φυλών (Μεγάλος Δανός, γαλλικό μπουλντόγκ) και η ιστορία ορισμένων τύπων σκύλων που βρίσκονται σε καθορισμένες περιοχές πρέπει να αντιπαραβληθούν με την ιστορία της κινητικότητας των σκύλων. Η σύγχρονη βρετανική κουλτούρα των σκύλων, συμπεριλαμβανομένης της εκτροφής και των εκθέσεων, της φροντίδας κατοικίδιων, της καταδίκης των αδέσποτων και της προαγωγής της ευημερίας των σκύλων, υπήρξε μια αποικιοκρατική και παγκόσμια υπόθεση. Η αυτοκρατορία έφερε φυλές στη Βρετανία και νέους τρόπους να σκεφτόμαστε για τα σκυλιά. Ωστόσο, μεγαλύτερος ήταν ο αντίκτυπος στις αποικιοκρατούμενες χώρες, με την εισαγωγή νέων νοοτροπιών απέναντι στα σκυλιά και τη διαχείρισή τους, οι οποίες άλλοτε υιοθετήθηκαν κι άλλοτε απορρίφθηκαν από τους ντόπιους. Η κυνολογική αποικιοκρατία είχε τα όριά της. Πληθυσμοί αδέσποτων σκύλων επέζησαν των σφαγών, όπως και οι πιο ανεκτικές στάσεις απέναντί τους. Με την αποαποικιοποίηση μετά το 1945, η κουλτούρα των αδέσποτων σκύλων συνυπάρχει, ενίοτε με δυσκολία, με την κληρονομιά της βρετανικής αποικιοκρατίας, δηλαδή τη λατρεία των καθαρόαιμων και των σκύλων συντροφιάς, τις εκθέσεις σκύλων και τη διαχείριση των αδέσποτων. Ιστορίες ανάμειξης και κινητικότητας συνεχίζουν να εκτυλίσσονται.

Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς

Ευγενική παραχώρηση Sreyashi Ray

  
  • H προμετωπίδα προέρχεται από το εν εξελίξει αρχείο της Michela de Mattei με εμφανίσεις θυλακίνου, το οποίο περιλαμβάνει όλο το διαθέσιμο πρόσφατο κινηματογραφημένο υλικό από διαδικτυακές κοινότητες. Το υλικό θεωρείται απόδειξη της ύπαρξης του ζώου. Το αρχείο διευρύνεται καθώς προκύπτουν νέα στοιχεία.

Γενική ονομασία ημίαιμων σκύλων από διασταύρωση κυνηγόσκυλων με άλλα είδη, συνήθως τεριέ ή τσομπανόσκυλων. Η εκτροφή καθαρόαιμων κυνηγετικών σκυλιών προϋπέθετε την κατοχή γης και κατά συνέπεια κοινωνική καταγωγή από τάξη που της επιτρεπόταν το κυνήγι.

Αναφέρομαι σε αυτές τις ιστορίες στο βιβλίο μου Collared: How We Made the Modern Dog, Profile, Λονδίνο 2024.

Archives nationales, Παρίσι, F/12/4980 «Invitation pour participer à l’Exposition Internationale», 1881.

Marion Schwartz, A History of Dogs in the Early Americas, Yale University Press, Νιου Χέιβεν/Λονδίνο 1997· Virginia DeJohn Anderson, Creatures of Empire: How Domestic Animals Transformed Early America, Oxford University Press, Νέα Υόρκη 2004.

Sarah Cheang, «Women, Pets, and Imperialism: The British Pekingese Dog and Nostalgia for Old China», Journal of British Studies, τόμ. 45, τχ. 2, 2006, σ. 359-87.

Timothy P. Barnard, Imperial Creatures: Humans and Other Animals in Colonial Singapore, 1819-1942, University of Chicago Press, Σικάγο 2019, σ. 148-55.

Jacob Tropp, «Dogs, Poison, and the Meaning of Colonial Intervention in the Transkei, South Africa», Journal of African History, τόμ. 43, τχ. 3, 2002, σ. 455-6.

Vanja Hamzić, «Τhe (Un)conscious Pariah: Canine and Gender Outcasts of the British Raj», στο Australian Feminist Law Journal, τόμ. 40, τχ. 2, 2015, σ. 186-7· C. Joe Arun, «From Stigma to Self-Assertion: Paraiyars and the Symbolism of the Parai Drum», Contributions to Indian Sociology, τόμ. 41, τχ. 1, 2007, σ. 81-104.

«The Pariah Dog of India», Cleave’s London Satirist and Gazette of Variety, 11 Δεκεμβρίου 1841.

B. Burrows, Acting President, Municipal Commission, «Appendix IV», Administration Report of the Madras Municipality for 1875-1876, Gantz Brothers, Μαντράς 1876, τόμ. 8, Tamil Nadu Archives Library, Τσενάι.

Jesse S. Palsetia, «Mad Dogs and Parsis: The Bombay Dog Riots of 1832», Journal of the Royal Asiatic Society of Great Britain and Ireland, τόμ. 11, τχ. 1, 2001, σ. 13-30.

«Madras Dog Show», Times of India, 19 Δεκεμβρίου 1907.

H. H. King, The Englishman’s Dog in the Tropics, The Field Press, Λονδίνο 1922, σ. 2-3, 5-6.

Major C––, The Care and Treatment of Dogs in India, Thacker, Spink and Co, Καλκούτα 1933, σ. 91-6.

M.A.W., The British Dog Abroad: His Points, Management and Disease, Thacker & Co, Βομβάη 1900.

«Dogs in Africa», Book of Dog, 1927, σ. 199.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ Τ@ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ο Chris Pearson είναι Καθηγητής Περιβαλλοντικής Ιστορίας στην Έδρα Chaddock Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ. Tα ενδιαφέροντά του εστιάζονται στη ζωική, περιβαλλοντική και πολιτισμική ιστορία. Είναι Διευθυντής έρευνας στο πρόγραμμα Melting Metropolis: Everyday Histories of Heat and Health in London, New York, and Paris since 1945 (Μητροπόλεις που λιώνουν: Καθημερινές ιστορίες Καύσωνα και Υγείας στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι από το 1945 έως σήμερα), που χρηματοδοτείται από το Wellcome Discovery Award (https://www.meltingmetropolis.com/). Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής συγγράφει ένα βιβλίο για το βρετανικό καλοκαίρι. Συμμετέχει ως ερευνητής σε ένα διεπιστημονικό πρόγραμμα που μελετά τα αδέσποτα σκυλιά της Ινδίας, χρηματοδοτούμενο επίσης από το Ίδρυμα Welcome (https://rohindies.org/). Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Collared: How We Made the Modern Dog (Με το περιλαίμιο: πώς κατασκευάσαμε τον σύγχρονο σκύλο), 2024, δείχνει ότι οι τύχες του σκύλου, από την εξέλιξη των προτύπων αναπαραγωγής και εκτροφής τους στον αγώνα για τα δικαιώματα των ζώων, αντανακλούσαν πάντα τις αλλαγές στην κοινωνία. Όπου πήγαιναν οι άνθρωποι ακολουθούσαν οι σκύλοι, αλλάζοντας στην πορεία μέγεθος, εμφάνιση, ακόμη και δουλειά, από τα δάση της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπου τα γκρέιχαουντ κυνηγούσαν θηράματα για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, έως το μέτωπο των συγκρούσεων του εικοστού αιώνα, όπου τα σκυλιά μετέφεραν μηνύματα και έσερναν άμαξες με πυρομαχικά. την εξέλιξη του σκύλου με τις κοινωνικές αλλαγές και τις πολιτικές διεκδικήσεις. Το βιβλίο του Dogopolis: How Dogs and Humans Made Modern New York, London and Paris (Κυνόπολις: Πώς οι σκύλοι και οι άνθρωποι έφτιαξαν την Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Παρίσι της νεωτερικότητας), 2021, διερευνά τον ρόλο και την παρουσία των σκύλων ως εργατών, ζώων συντροφιάς και παράσιτων στις τρεις αυτές πόλεις.