Τα οκτω ζωωδη ποδια του Χταποδιου
Michela de Mattei, True Believers See More Patterns, 2024
Οnline αρχείο βίντεο με εμφανίσεις θυλακίνου
Στιγμιότυπο από το βίντεο, 18΄ 42΄΄ (εν εξελίξει)
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας
Οι θυλακίνοι, γνωστοί επίσης ως τίγρεις της Τασμανίας, ήταν μαρσιποφόροι θηρευτές που ζούσαν στα ξηρά δάση ευκαλύπτου, στους υγρότοπους και στα λιβάδια της ηπειρωτικής Αυστραλίας, καθώς και στο νησί της Τασμανίας. Έμοιαζαν με πρωτόγονα σκυλιά, μεγαλόσωμα και κοντότριχα, με άκαμπτη ουρά και ρίγες κατά μήκος του κορμιού τους. Όπως πολλά άλλα ζώα, οι θυλακίνοι δεν επέζησαν στη νεότερη εποχή. Το τελευταίο γνωστό δείγμα θυλακίνου θεωρείται πως πέθανε σε αιχμαλωσία στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, θύμα της ανθρωπογενούς δραστηριότητας. Μια μικρού μήκους ταινία του 1935, την οποία διατηρεί το Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου και Ήχου της Αυστραλίας, δείχνει μια1 αιχμάλωτη θυλακίνα να βηματίζει πάνω κάτω στο κλουβί της, ενώ ο φύλακας του ζωολογικού κήπου χτυπάει βάναυσα τα πλάγια του κλουβιού για να προκαλέσει κάποια αντίδραση από το εμφανώς ταραγμένο ζώο.2 Μόνο του σε ένα κλουβί και στον κόσμο, φυλακισμένο στην πραγματικότητα και απαθανατισμένο στο φιλμ, λίγο προτού πεθάνει ως μονάδα και ως είδος, αυτό το πλάσμα δεν ήταν μια μεταφορά για έναν κόσμο που πλησίαζε στο τέλος του ή ένα σύμβολο του βάναυσου αποδεκατισμού αυτοχθόνων λαών και όντων και της βιαιότητας εποίκου-αποικιοκρατίας. Ήταν η πραγματικότητά του.
Τα τελευταία χρόνια, η καλλιτέχνιδα Michela de Mattei αναπτύσσει ένα πρότζεκτ με τίτλο True Believers See More Patterns, το οποίο εμφανίζεται ως αρχείο εικόνων και ως βίντεο. Για το πρότζεκτ αυτό, συλλέγει από το διαδίκτυο βιντεοσκοπημένο υλικό από πρόσφατες εμφανίσεις θυλακίνων, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έχει ανέβει σε διαδικτυακά φόρα κοινοτήτων που αρνούνται να πιστέψουν ότι τα συγκεκριμένα ζώα εξαφανίστηκαν. Το αρχείο της μεγαλώνει όσο φανερώνονται νέα στοιχεία. Καθώς αποκαλύπτει τα παρατηρούμενα ζώα –πολλά από τα οποία είναι φαντάσματα ενός θηλαστικού που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σκύλος, ντίνγκο, μεγάλο τρωκτικό ή γάτα–, η έρευνα αυτή αποκαλύπτει επίσης πώς κάποιοι άνθρωποι αρνούνται να παραδεχτούν ότι ζουν σε έναν κόσμο που έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Αυτή η μορφή άρνησης μετατρέπει τα ζώα σε στοιχειά, φαντάσματα που στοιχειώνουν την ανθρωπότητα, οδηγώντας τους ανθρώπους να ψάχνουν για ζώα που έχουν προ πολλού εξαφανιστεί, καθώς και αποτρέποντάς τους από το να παραδεχτούν τα δικά τους λάθη, διότι, αν βρεθεί ένας τίγρης της Τασμανίας, μπορεί να μην έχουν χαθεί τα πάντα. Η απειροελάχιστη πιθανότητα επιβίωσης των ζώων φέρνει ελπίδα σε έναν κόσμο που κινδυνεύει.
Κάποιες από τις εικόνες που συλλέγει η de Mattei έχουν επιλεγεί ως προμετωπίδες στα κείμενα του τρέχοντος τεύχους του Χταποδιού, «Άγριες λέξεις: ιστορίες και φαντασίες για τις σχέσεις ανθρώπων και ζώων» το οποίο εκδόθηκε ως απόκριση στην έκθεση «Why Look at Animals?» του ΕΜΣΤ (καλοκαίρι 2025). Όλες μαζί, ταξινομημένες κατά αποχρώσεις, οι εικόνες δημιουργούν ένα φασματογράφημα αποτελούμενο από τις απόκοσμες αυτές παρουσίες. Μία προς μία αποκαλύπτουν πόσο δύσκολο αλλά και πόσο εύκολο είναι να απαθανατίσεις ένα ζώο. Διότι αν η παρουσία ενός ζώου που ενδέχεται να συναντήσουμε παραμένει χαραγμένη στη μνήμη μας ή απαθανατίζεται εύκολα στο φιλμ, κάτι εξακολουθεί να διαφεύγει και αρνείται να ελεγχθεί. Αυτή η ένταση ανάμεσα σε χρόνο και εικόνα, πιθανότητα και πραγματικότητα, διαμορφώνει τη μοναδική, όμορφη και ταραχώδη σχέση που εμείς, τα παράξενα αυτά ζώα που λέγονται άνθρωποι, έχουμε με τους ομότιμούς μας τα ζώα. Το συγκεκριμένο τεύχος του Χταποδιού, διαρθρωμένο σε οκτώ κείμενα/πόδια, αποσκοπεί να διατηρήσει αυτές τις εντάσεις, επικαιροποιώντας ταυτόχρονα τα θέματα, τις φωνές και τις ατζέντες που διαμορφώνουν τη σκέψη, το συναίσθημα και τη συγγραφή σχετικά με τα ζώα, καθώς διασταυρώνεται με την τέχνη. Όπως θα φανταζόταν κανείς, χάρη στο ύφος που επιβάλλει ο προβληματισμός για τους θυλακίνους, δεν πρόκειται για ένα χαρούμενο, ανάλαφρο, χαρωπό τεύχος. Πραγματεύεται ζητήματα εκτοπισμού, κακοποίησης, καταδυνάστευσης και αποκλεισμού, τα οποία εξετάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι (ορισμένοι από αυτούς) φέρονται στα ζώα, καθώς επίσης πώς αυτές οι συμπεριφορές έχουν προβαριστεί και τελειοποιηθεί σε άλλα είδη προτού εφαρμοστούν στη συνέχεια στους ομοειδείς τους. Πραγματεύεται όμως επίσης τις μοναδικές εκδηλώσεις αγάπης, συμπόνιας, θαυμασμού και συντροφικότητας που συμβαίνουν, καμιά φορά, όταν συναντιούνται άνθρωποι και ζώα.
Ένας κόκκινος σκίουρος που πηδά σε ένα δάσος φευγαλέα, μια φώκια που αράζει σε μια ακρογιαλιά, μια αλεπού που τριποδίζει στην πόλη τη νύχτα, μια ομάδα κατσικιών που διασχίζουν έναν χωματόδρομο, ένα σμάρι ψάρια που κολυμπούν πλάι σε ένα καράβι στο λιμάνι, ένα ποντίκι που τρέχει κατά μήκος των γραμμών του μετρό, ένας σκόρος που πετάει γύρω από ένα φως της πόλης: μπορεί να σου είναι γνωστές κάποιες από αυτές τις σκηνές, οι οποίες χαράχτηκαν ίσως στη μνήμη σου επειδή σου φάνηκαν ιδιαίτερες, σπάνιες, παράξενες ενδεχομένως. Κάποιες από αυτές μπορεί να παίζουν στον νου σου σαν ταινία όταν τις σκέφτεσαι, να υπάρχουν πέρα από νόημα και λέξεις, σαν φευγαλέες εικόνες μιας εκπληκτικής, αναπάντεχης συνάντησης. Υπάρχει κάτι το μοναδικό, μαγικό σχεδόν, όταν ο δρόμος σου διασταυρώνεται με τον δρόμο του ζώου3. Όταν ένα άλλο πλάσμα μπει στο οπτικό σου πεδίο, η χρονικότητα αλλάζει. Η θέαση ενός ζώου αναστέλλει, διαστέλλει και επεκτείνει τη γραμμική ροή του χρόνου· οι απτικές ιδιότητες της γούνας τους, του φτερώματος ή του δέρματός τους, το μοναδικό σχήμα των σωμάτων τους, η κίνηση και ο βηματισμός τους, το βλέμμα και η συμπεριφορά τους, όλα είναι τόσο σαγηνευτικά που αιχμαλωτίζουν την προσοχή μας καθ’ ολοκληρία. Ο χρόνος του ζώου επιβάλλεται και συνθλίβει τις ανθρώπινες χρονολογικές συμβάσεις και αντιλήψεις. Ο ενθουσιασμός, η ευχαρίστηση και η λαχτάρα των συναντήσεων με ζώα οδήγησε τους ανθρώπους στη δημιουργία εξοπλισμού προκειμένου να τα παρατηρούν και να τα αναπαριστούν, κλουβιών, δεξαμενών και ενυδρείων, συστημάτων που ορίζουν τη στιγμή και την ελευθερία πολλών ειδών, τα οποία, ακόμη και σήμερα, είναι καταδικασμένα να ζούνε πίσω από κάγκελα, επειδή είναι τόσο όμορφα, παράξενα, σπάνια ή χαρισματικά. Δημιουργήθηκε επίσης μη υλικός εξοπλισμός αιχμαλωσίας, τουτέστιν, μορφές εξημέρωσης και επιλεκτικής αναπαραγωγής, που προσέλκυσε άλλα είδη και τους επέβαλε την εγγύτητα με εμάς, ιδίως είδη που μας εμπιστεύονται περισσότερο, όπως τα βοοειδή, οι κυνίδες, οι κότες και άλλα πτηνά.
Η τέχνη επίσης έφερε τα ζώα κοντά στους ανθρώπους, κάνοντάς τα μονίμως προσβάσιμα, ενίοτε και χωρίς φυσική παρουσία. Αν τα ζώα αγνοούν την ύπαρξη της τέχνης και κατά πάσα πιθανότητα θα ευημερούσαν χωρίς αυτήν, η τέχνη δεν θα ήταν ίδια δίχως τις μορφές των ζώων: πλάσματα κάθε είδους, αληθινά και φανταστικά, τα οποία διαμόρφωσαν τα ανθρώπινα δημιουργήματα από τις απαρχές του χρόνου. Κάποιες από τις πρώτες απεικονίσεις που έκαναν οι άνθρωποι αφορούσαν ζώα, ήταν χρωματισμένες με το ίδιο τους το αίμα και χαράσσονταν με πέτρες και οστά στους τοίχους των προγονικών σπηλαίων. Απεικονίζοντας ούρους, βουβάλια, ελάφια ή αγριόχοιρους, οι προϊστορικοί άνθρωποι μετέτρεπαν τις παρατηρήσεις τους σε μορφές, το συμβολικό βάρος των οποίων τις έκανε ακόμα πιο ανθρώπινες.
Μετατρέποντας τα πραγματικά ζώα σε αναπαραστάσεις, οι άνθρωποι εφηύραν την τέχνη και εφηύραν μέσω αυτής και τους εαυτούς τους, διαχωρίζοντάς τους από όλα τα άλλα όντα. Εφηύραν επίσης τον κινηματογράφο. Ζωγραφίζοντας στα τοιχώματα των σπηλαίων εικόνες που μιμούνταν αυτά που κυνηγούσαν, οι πρωτόγονοι άνθρωποι εφηύραν τον κινηματογραφικό χρόνο, δημιουργώντας ένα παρελθόν και ένα μέλλον. Συνέδεσαν τη μνήμη με την επιθυμία, την ανάμνηση με την προσμονή, το τραύμα με την αγωνία. Οι εικόνες που δημιουργούσαν μπορεί να ήταν στατικές, όμως οι ιστορίες που αφηγούνταν είχαν κίνηση, ζωντάνευαν χάρη στο φως από τις φωτιές που τρεμόπαιζαν, και συγκινούσαν αυτούς που τις έβλεπαν, οδηγώντας τους πέρα από τον χρόνο της θέασης και προς συναισθήματα που προξενούσε η προβολή και η ενσυναίσθηση.4 Ο κινηματογράφος αναδύθηκε από τα ζώα, των οποίων οι εικόνες, παντοτινά χαραγμένες με το ίδιο τους το αίμα και το τρίχωμα, εξέφραζαν μια κίνηση στον χώρο και τον χρόνο, μένοντας για πάντα στο μυαλό όσων τις έβλεπαν. Δεν μας κάνει επομένως εντύπωση που το σινεμά συνδέεται τόσο πολύ με τη ζωική πραγματικότητα, τόσο σε σχέση με την προαναφερθείσα προέλευσή του από τις σπηλαιογραφίες, όσο και με τη βαθύτερη υλική διάσταση του φιλμ, το οποίο κατασκευάζεται από ζελατίνη που εξάγεται από τα οστά, τους χόνδρους και το δέρμα αγελάδων και χοίρων, και τους μοναδικούς τρόπους με τους οποίους ο κινηματογράφος εδραιώνει τριγωνικές σχέσεις μεταξύ των ζώων, της κάμερας και των θεατών.
Εικόνες ζώων διαμορφώνουν την ιστορία του παλαιού και του σύγχρονου κινηματογράφου. Γυρισμένο το καλοκαίρι του 1878, το The Horse in Motion του Eadweard MuyBridge –μια σειρά από «αυτόματες ηλεκτροφωτογραφίες» που απεικόνιζαν την κίνηση ενός αλόγου– συνέδεσε τη φωτογραφία με την κινηματογραφική κίνηση και προέβλεψε την άφιξη των κινηματογραφικών ταινιών. Μια από τις πρώτες ταινίες που έγιναν, το 1899, ήταν το La petite fille et son chat [Το κοριτσάκι και η γάτα του] του Louis Lumiére, η οποία, όπως ανακοινώνει ο τίτλος της, απεικονίζει την παιχνιδιάρικη αλληλεπίδραση ενός παιδιού με τον αιλουροειδή φίλο του. Πάνω από έναν αιώνα αργότερα, στις 23 Απριλίου του 2005, το πρώτο βίντεο που ανέβηκε στο YouTube ήταν το «Me at the zoo». Σε αυτό, ο συνιδρυτής του διαδικτυακού καναλιού Jawed Karim σχολίαζε τις μακριές προβοσκίδες μιας ομάδας ελεφάντων στον ζωολογικό κήπο του Σαν Ντιέγκο, ανοίγοντας δρόμο για τον online διαμοιρασμό ιδιωτικών στιγμών που τώρα κυριαρχεί στην κοινωνία.5 Στο μεταξύ, αξιομνημόνευτα στιγμιότυπα με ζώα έχουν διαμορφώσει την ιστορία του κινηματογράφου. Η παρουσία τους είναι σημαντική στον mainstream κινηματογράφο, όπως στη σκηνή με το κογιότ που διακόπτει και αναστέλλει τη ροή της ταινίας Collateral [Η διαδρομή] του Michael Mann, 2004, ή οι απόκοσμες συναντήσεις μεταξύ του τζίντζερ γάτου Τζόνσι και του Άλιεν στο ομώνυμο θρίλερ του Ridley Scott (1979). Κάθε είδους εμφανίσεις ζώων υπάρχουν σε ταινίες art house και στο artists’ cinema. Ο τίγρης-φάντασμα που εμφανίζεται στο τέλος της αλησμόνητης ταινίας Tropical Malady [Τροπική ασθένεια], 2004, του Apichatpong Weerasethakul φτιάχνει μια από τις πιο υπνωτιστικές στιγμές του κινηματογράφου των τελευταίων ετών, ενώ, για παράδειγμα, οι συνεχιζόμενες συνεργασίες της Joan Jonas και των σκυλιών της έχουν προσδώσει μια ουσιαστική διάσταση διαλόγου μεταξύ των ειδών στην ιστορία της περφόρμανς και του βίντεο.
Η λογοτεχνία έχει επίσης μακρά εμπλοκή με τα ζώα, παρά το γεγονός ότι οι λέξεις συχνά χρησιμοποιούνται για να νομιμοποιήσουν την υποτιθέμενη ανωτερότητα των ανθρώπων σε σχέση με τα άλλα είδη. Παρ’ όλα αυτά, αν η σιωπή ενώνει όλους εμάς ως ζώα –«όλοι με τον ίδιο τρόπο δεν σωπαίνουν;» αναρωτιέται ο Franz Kafka στο διήγημά του «Ζοζεφίνα η τραγουδίστρια ή ο λαός των ποντικών», 1924–, οι λέξεις μπορούν επίσης να φέρουν τους ανθρώπους κοντά στα υπόλοιπα ζώα. Είτε λέγοντας ιστορίες για άλλα όντα, γνωστοποιώντας τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας, καταγράφοντας και γράφοντας ιστορία, είτε θεσπίζοντας υποχρεώσεις και συμπεριφορές, τα κείμενα υπέρ, κατά ή σχετικά με τα ζώα έχουν διαμορφώσει τους τρόπους με τους οποίους τα αντιλαμβανόμαστε, τα καταλαβαίνουμε, τους φερόμαστε και τα νοιαζόμαστε. Στις «Άγριες λέξεις: ιστορίες και φαντασίες για τις σχέσεις ανθρώπων και ζώων», καλλιτέχνες και συγγραφείς εκφράζουν με διαφορετικούς και συμπληρωματικούς τρόπους τις εντυπώσεις, τις γνώσεις, τα συναισθήματα και τους αγώνες τους για τα ζώα. Στο «Να γαμιόμαστε σαν τα ζώα», η ακαδημαϊκός και ακτιβίστρια Myriam Bahaffou εξετάζει τη συνάντηση αγώνων φυλετικών, αντιαποικιοκρατικών, οικοφεμινιστικών, καθώς και υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, παρατηρώντας παράλληλα πόσα ακόμα μένει να γίνουν για να υποστηριχθούν τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα ανθρώπων και ζώων με πιο συνεπείς, συνεκτικούς και στοργικούς τρόπους. Στο δοκίμιό του «Σκύλοι πέρα από τον καναπέ», ο ιστορικός Chris Pearson εξετάζει πώς η κουλτούρα του βικτωριανού σκύλου διαπότισε τη βρετανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία και προσδιόρισε τη διαφορετική μεταχείριση εισαγόμενων και αυτοχθόνων σκύλων στην κατεχόμενη Ινδία. Αναπτύσσοντας έναν προβληματισμό για τις θυσιαζόμενες ζωές των ζώων συντροφιάς και των οικόσιτων, η καλλιτέχνης Janis Rafa, σε διάλογο με την επιμελήτριά της έκθεσής της στο ΕΜΣΤ We Betrayed the Horses Δάφνη Βιτάλη, μιλά για το ενδιαφέρον της να βρίσκεται κοντά σε ζώα που υποφέρουν, όπως αυτό εκφράζεται μέσω των ταινιών και των εγκαταστάσεών της, ορισμένες εκ των οποίων βρίσκονται στην έκθεση «Why Look at Animals?». Από την άλλη, ο ποιητής Gastón Carrasco προσφέρει ένα συγκινητικό, πολύ προσωπικό ημερολόγιο από τη ζωή του με τον Κόρο, έναν ασπρόμαυρο γάτο με τον οποίο μοιράστηκε το μικρό του διαμέρισμα κατά τη διάρκεια του lockdown του 2020 στη Χιλή. Οι δυο τους μαζί κοιμούνται, παίζουν, γράφουν και χαζεύουν τους άδειους δρόμους. Διερωτώμενη «Τι είναι αγελάδα;» στο κείμενό της με τίτλο «Η θυσία», η συγγραφέας Daisy Hildyard εξετάζει την παρουσία αγελάδων –ζώων με τα οποία μεγάλωσε– στην τέχνη, τη λογοτεχνία και την κοινωνία. Στο «Οι ζωόμορφοι κουδουνάτοι της παγωνιάς», η ανθρωπολόγος Μιράντα Τερζοπούλου προσφέρει ακριβή καταγραφή των τρόπων με τους οποίους μορφές ζώων εμφανίζονταν σε μάσκες και τελετουργικά της Ελλάδας της αρχαιότητας και της παράδοσης. Πλάθοντας με τη φαντασία έναν κόσμο όπου τα ζώα δεν θεωρούνται πια τροφή αλλά σύντροφοι –πλάσματα με τα οποία μοιραζόμαστε το ψωμί μας και το τραπέζι μας–, η εκπρόσωπος της κριτικής θεωρίας Sue Donaldson αναθεωρεί την πρώτη συλλογή βίγκαν συνταγών της με τίτλο Foods That Don’t Bite Back [«Τροφές που δεν δαγκώνουν»], η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε το 2000, πριν από 25 χρόνια. Τέλος, το δοκίμιο «Καθαρόαιμη μυθοπλασία» της ιστορικού τέχνης Κυβέλης Μαυροκορδοπούλου μας καλεί να στοχαστούμε, μέσω μιας σειράς ιστορικών, λογοτεχνικών και κινηματογραφικών καταγραφών, γύρω από το πώς «οι λογοθετικές κατασκευές περί φονευσιμότητας και περί καθαρότητας πηγαίνουν χέρι χέρι και τα ζώα εμφανίζονται επιμόνως τόσο να ενσαρκώνουν όσο και να διαπραγματεύονται και να αποστομώνουν αυτό το άβολο εννοιολογικό ζεύγος». Το κείμενο μας αφήνει με μια αίσθηση ανησυχίας και συν τοις άλλοις μας καλεί να φανταστούμε και να επιθυμήσουμε μια ανθρωπότητα που να επιδεικνύει συμφιλιωτική, στοργική και τρυφερή διάθεση προς τη μεγάλη οικογένεια των ζώων στην οποία και η ίδια ανήκει.
Μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη
Το έμψυχο αρχίζει από τη γλώσσα. Προκειμένου να προκαλέσω τις κανονικοποιημένες ιεραρχίες, γενικά χρησιμοποιώ ανθρώπινες αντωνυμίες για τα ζώα, όχι τόσο σε μια απόπειρα να τους αποδώσω έμφυλη ταυτότητα, αλλά για να αναγνωρίσω η ίδια και να παροτρύνω να τους αναγνωρίζουμε την ιδιότητα του ατόμου. Ελλείψει ακριβών πληροφοριών γύρω από το ζώο στο οποίο αναφέρομαι, τείνω να χρησιμοποιώ το θηλυκό γένος, σε συμφωνία με τη δική μου έμφυλη ταυτότητα. Σε αυτή την περίπτωση, το ζώο ήταν θηλυκό.
Μια σύντομη διευκρίνιση σε σχέση με τη χρήση της ορολογίας, καθώς αφορά την εννοιολογική και ηθική πλαισίωση για το συγκεκριμένο editorial. Δεν χρησιμοποιώ σύγχρονη ορολογία όπως more-than-human, non-human ή other-than-human όταν γράφω για ζώα. Όταν είναι εφικτό, γράφω για τα ζώα στον πληθυντικό, προκειμένου να διατηρήσω τη διαφορετικότητα και την ετερογένειά τους. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους χρησιμοποιώ τον όρο «ζώα». Ο πρώτος σχετίζεται με τον αδιαμεσολάβητο, άμεσο χαρακτήρα και τη συγκινησιακή δυναμική του. Στο Steps to an Ecology of Mind (1972), ο ανθρωπολόγος Gregory Bateson γράφει ότι «η λέξη γάτα δεν έχει γούνα και δεν μπορεί να γρατζουνίσει». Διαφωνώ. Η λέξη γάτα, όπως και η λέξη «μυρμήγκι», «φίδι» ή «ψάρι» ξυπνά έντονες μνήμες, ισχυρά συναισθήματα, χαρά, φόβο και ενθουσιασμό, που συνήθως γρατζουνάνε, δαγκώνουν, κάνουν χςςς και τρίβονται. Ομοίως, πιστεύω ότι η λέξη ζώο έχει γούνα και θα γρατζουνίσει. Έχει επίσης άτριχο δέρμα σαν του φιδιού, διχαλωτές οπλές σαν του προβάτου και πουπουλένιες φτερούγες σαν του πουλιού. Ο όρος επίσης απηχεί το θεμελιώδες δοκίμιο «Why Look at Animals?», 1977, του John Berger, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκθεση σχετικά με την οποία συντάχθηκε αυτό το editorial. Συνεπώς, ακολουθώ τη γραφή του Berger για τα ζώα ως ζώα.
Στο συγκεκριμένο θέμα, βλ. Brian Handwerk, «Ice Age Artists May Have Used Firelight to Animate Carvings», Smithsonian Magazine, 22 Απριλίου 2022, https://www.smithsonianmag.com/science-nature/ice-age-artists-may-have-used-firelight-to-animate-carvings-180979943/. Αναπτύσσω περαιτέρω αυτό το θέμα στο κείμενο «Gabriel Chaile’s Los jóvenes olvidaron sus canciones o Tierra de Fuego», το οποίο δημοσιεύτηκε στο e-flux Criticism, 10 Ιουνίου 2024, και ευχαριστώ τον Ben Eastham, που μου επισήμανε αυτή την αναφορά.
Το βίντεο, το οποίο έχει πάνω από 300 εκατομμύρια προβολές, είναι ακόμα διαθέσιμο: https://youtu.be/jNQXAC9IVRw?si=7rP4aag0FaOKaj93.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ Τ@ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η Filipa Ramos είναι επιμελήτρια και συγγραφέας. Διδάσκει στο Ινστιτούτο Τεχνών HGK/FHNW, στη Βασιλεία. Η έρευνά της επικεντρώνεται στη σχέση της σύγχρονης τέχνης με θέματα φύσης και οικολογίας, με ιδιαίτερη έμφαση στην κινούμενη εικόνα. Η Ramos έχει διατελέσει επιμελήτρια της Art Basel Film (2020-24) και είναι συνιδρύτρια της διαδικτυακής πλατφόρμας κινηματογράφου από καλλιτέχνες Vdrome. Πρόσφατες εκθέσεις της περιλαμβάνουν: Carlos Casas: Bestiari, καταλανική εκπροσώπηση στην 60ή Biennale di Venezia (2024) και το φεστιβάλ The Shape of a Circle in the Mind of a Fish (από το 2018, μαζί με τη Lucia Pietroiusti). Το 2024 επιμελήθηκε το Songs for the Changing Seasons, 1η Klima Biennale, Βιέννη, και το 2022 το Persons Personen, 8η Biennale Gherdëina (και τα δύο με τη Lucia Pietroiusti). Το 2021, συνεπιμελήθηκε την έκθεση Bodies of Water, 13η Μπιενάλε της Σαγκάης. Έχει συμμετάσχει στην κριτική επιτροπή πολλών κινηματογραφικών φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων: CPH:Dox, Visions du Réel και το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν. Η Ramos είναι επίσης καλλιτεχνική διευθύντρια του Loop Festival, Βαρκελώνη, 2025.