Η θυσια
Michela de Mattei, True Believers See More Patterns, 2024
Οnline αρχείο βίντεο με εμφανίσεις θυλακίνου
Στιγμιότυπο από το βίντεο, 18′ 42” (εν εξελίξει)
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας
Τι είναι αγελάδα; Πάω στη βιβλιοθήκη για να μάθω, και βρίσκω δύο πολύ διαφορετικά είδη βιβλίων. Υπάρχουν τα πρακτικά και επιστημονικά έργα, με πληροφορίες για βοσκούς και κτηνοτρόφους περί εκτροφής, φροντίδας και σφαγής των βοοειδών. Και υπάρχουν και τα βιβλία ηθικής για τους διανοούμενους, που ζυγίζουν το καλό και το κακό πάνω στον υπαρξιακό στοχασμό περί βοοειδών. Τα μεν εξετάζουν τις καλύτερες μεθόδους παραγωγής κρέατος και γάλακτος μέσω της εκτροφής. Τα δε συζητούν, με αφορμή την αγελάδα, πώς πρέπει να αλληλεπιδρά ο άνθρωπος με τον κόσμο. Ποιο είναι το σωστό; Βιγκανισμός ή κρεατοφαγία; Μια άγρια αγελάδα που περιφέρεται ελεύθερη στους δρόμους της πόλης, πρέπει να τη σφαγιάσεις ή να τη λατρέψεις;
Και οι δύο προσεγγίσεις, η πρακτική και η θεωρητική, νοηματοδοτούν τη ζωή της αγελάδας με βάση τη συμβολή της στην ανθρώπινη ζωή. Το σώμα της αγελάδας καταθέτει όντως τη συμβολή του στο ανθρώπινο σώμα ως στερεά τροφή, υγρή τροφή και ένδυση. Το είδος μας και το είδος της βρίσκονται σε στενή και άβολη επαφή εδώ και χιλιετίες. Το πώς συμβιώνουμε μαζί της μας δείχνει πώς ζούμε και τι είμαστε. Η αγελάδα λειτουργεί ως προπομπός ή αλεξικέραυνο. Ούτε άγριο ζώο, ούτε κατοικίδιο. Άνθρωπος και αγελάδα δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αλλά ούτε και φίλοι.
Σε αυτό το κείμενο, όμως, με ενδιαφέρει τι είναι αγελάδα. Όχι τι σημαίνει, ούτε τι θα έπρεπε να είναι, ούτε πώς να παρατείνεις τη ζωή της ή να της βάλεις τέλος, παρά η αγελάδα ως παρουσία. Για έναν άνθρωπο –για μένα, δηλαδή– τα βοοειδή αποπνέουν γαλήνη και ησυχία, καθώς και επιβλητικότητα ή μια κάποια απειλή, επειδή είναι τόσο μεγάλα όταν τα βλέπεις από κοντά. Στον στάβλο, ο αέρας γύρω τους είναι πιο μεστός και σκούρος από τον αέρα της υπαίθρου ή του σπιτιού (χάρη στο χώμα, την κοπριά, το κομπόστ και το περσινό γρασίδι). Η ανάσα και το κάτουρό τους αναδίνουν ατμούς. Κάθε μέρα επαναλαμβάνουν κύκλους μάσησης και πέψης. Κάθε εποχή μεταφέρονται σε εξωτερικό ή εσωτερικό χώρο. Κάθε χρόνο αναπαράγονται, γεννώντας και μεγαλώνοντας γενιές από μικρά. Πρέπει να βιώνουν τον χρόνο κυκλικά. Στον ήσυχο χώρο τους, κάθε αιφνίδια ή απρόβλεπτη κίνηση μοιάζει παράξενα εκρηκτική.
Αυτή η ήσυχη, επιβλητική, αχνιστή παρουσία είναι δύσκολο να αποδοθεί μέσω της τέχνης ή του λόγου. Στην αγγλόφωνη κουλτούρα, ο άνθρωπος νοείται ως ιδιοκτήτης των βοοειδών με τα οποία συμβιώνει. Στα αγγλικά, η λέξη cattle προέρχεται από τον όρο chattel, που χρησιμοποιούνταν για κάθε είδους υλική ιδιοκτησία, όχι ειδικά και ξεχωριστά για τα βοοειδή. Αργότερα μόνο εξελίχθηκε στον εξειδικευμένο όρο cattle, αποκλειστικής χρήσης για το ζώο αυτό, την αγελάδα, που έχει περάσει στην ιδιοκτησία του ανθρώπου.1 Πρόκειται για ένα πλάσμα που ιστορικά θεωρείται αγαθό σε αυτόν τον κόσμο, μια μορφή υλικού πλούτου.2
Aelbert Cuyp, Βοσκοί φροντίζουν αγελάδες, 1655/1660
Λάδι σε καμβά, 66 x 87,6 εκ.
Συλλογή Andrew W. Mellon
Ευγενική παραχώρηση της National Gallery of Art, Ουάσινγκτον DC, ΗΠΑ
Αυτή είναι η παραδοσιακή ερμηνεία των ιστορικών τέχνης για τα έργα του Aelbert Cuyp με θέμα τις αγελάδες. Ο Cuyp έζησε στην Ολλανδία τον 17ο αιώνα, τον χρυσό αιώνα της ολλανδικής ζωγραφικής. Είναι γνωστός για τα ειδυλλιακά έργα του, που αναπαριστούν μικρές αγέλες βοοειδών να στέκονται ή να κάθονται μέσα σε απαλό φως. Το σκηνικό των έργων είναι οι ζώνες μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μάλλον γνώριμες στον Cuyp και τους πρώτους θεατές των έργων του: λίμνες, βάλτοι και όχθες ποταμών, με τους πυργίσκους και τα δημόσια κτίρια κάποιας συγκεκριμένης πόλης ή κωμόπολης να αχνοφαίνονται στο βάθος. Τυπικά θεωρείται πως αυτά τα βοοειδή, που ζωγραφίστηκαν κατόπιν ανάθεσης για εύπορους γαιοκτήμονες, αντιπροσωπεύουν τον πλούτο που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στις Κάτω Χώρες. Ο τεράστιος όγκος τους αποπνέει μια ισχυρή αίσθηση ικανοποίησης, έως και απόλαυσης, που θα έπρεπε κανονικά να είναι άβολη: οι παχιές αγελάδες είναι, στην κυριολεξία, η ενσάρκωση των κερδών των ιδιοκτητών τους. Δίνουν, ωστόσο, και μια ιδιαίτερη αίσθηση πραγματικότητας και έντονης εγγύτητας. Ως προς αυτό, θυμίζουν τα ογκώδη άγρια βοοειδή στην τέχνη της αρχαιότητας: τις ζωγραφικές ή γλυπτικές αναπαραστάσεις βοδιών, βισόνων και άλλων κερασφόρων συγγενών τους, που με τη φυσική τους παρουσία δεσπόζουν πάνω από τοιχώματα σπηλαίων και ρίχνουν τη σκιά τους στους θαλάμους των πυραμίδων. Τα έργα του Cuyp διατρέχει ένα εμφανές ενδιαφέρον για αυτή καθαυτή τη σωματική διάσταση της αγελάδας. Ζωγραφίζει το απογευματινό φως να πέφτει πάνω σε τούτα τα ακραία σώματα, αγγίζοντας κάθε φλέβα ή μυ που προεξέχει.
Η εικόνα προκαλεί αμηχανία: η καθησυχαστική παρουσία του σώματος της αγελάδας είναι και μια καταγραφή, κιλό προς κιλό, του πλούτου που αντιπροσωπεύει. Η ίδια ένταση προκύπτει και σε άλλα πλαίσια. Η πραγματικότητα της ζωής αυτού του ζώου δεν είναι εύκολο να διαχωριστεί από τα χαρακτηριστικά που εκείνο θεωρείται, παραδοσιακά ή αυταπόδεικτα, ότι αντιπροσωπεύει. Η γαλακτοπαραγωγός αγελάδα αναπαριστά, μεταφορικά, τη μητέρα, και είναι ένα ζώο που διαβιεί σε μια ζώνη αέναης μητρότητας. Οι μέρες και οι νύχτες της, από τη γέννηση ως τον θάνατό της, περιστρέφονται γύρω από τη διαδικασία της άρμεξης. Οι αγελάδες συμβολίζουν το βασανιστήριο, και όντως βασανίζονται. Ως σφάγιο θυσίας, ως ζώο κρεατοπαραγωγής, ως ταύρος για ταυρομαχίες, η αγελάδα παίρνει τον ρόλο του θύματος απέναντι στο ανθρώπινο θέλημα για τροφή και ένδυση, θέαμα, ισχύ ή απλώς διασκέδαση.
Aelbert Cuyp, Τοπίο με βοσκούς, μέσα δεκαετίας 1650
Λάδι σε ξύλο, 47,7 × 81,5 εκ.
Συλλογή Corcoran Collection (Συλλογή William A. Clark)
Ευγενική παραχώρηση της National Gallery of Art, Ουάσινγκτον DC, ΗΠΑ
Αυτή η πολυπλοκότητα συμπυκνώνεται σε πολλά έργα τέχνης με θέμα την αγελάδα. Στο Σφαγμένο βόδι (1655) του Rembrandt, ένα πελώριο κρεάτινο σώμα παρουσιάζεται γδαρμένο και ανοιγμένο, με τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά και δεμένα σε ένα δοκάρι. Είναι λάδι με αδρές πινελιές, οπότε η υφή της επιφάνειας παραπέμπει πραγματικά σε κρέας. Ο πίνακας δεν έχει ζωγραφιστεί σε μεγάλη επιφάνεια, είναι μικρός, ένα αντικείμενο που θα μπορούσες να έχεις στο σπίτι σου, ένα ενυδρείο, ας πούμε, ένα ψυγειάκι, και το κεντρικό κουφάρι, ζωγραφισμένο κι αυτό σε μικρότερη κλίμακα, απορροφά τον χώρο. Η σάρκα του αναδίνει μια αχνή μα ζωντανή λάμψη μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ως προς αυτό, μοιάζει με τα έργα του Ρέμπραντ που απεικονίζουν ανθρώπους. Όχι με τις νεκρές φύσεις, αλλά με τα πορτρέτα. Είναι αποτρόπαια κυριολεκτικό. Η σάρκα, με τα ρυάκια του λίπους, κρέμεται από τα παΐδια, οι ιστοί έχουν παραμεριστεί κι έχουν εκτεθεί οι εσωτερικές μεμβράνες. Ταυτόχρονα, είναι κι ένα ευρετήριο ή μια μεταφορά, μια αναφορά σε άλλα σώματα, κάπου αλλού. Οι σύγχρονοί του θα διάβαζαν, μάλλον, το έργο ως εικόνα θυσίας, μέρος μιας μακράς διαδοχής εικόνων από θρεμμένα μοσχάρια και σταυρωμένα σώματα. Η θυσία αυτή καθαυτή καταλαμβάνει τον ίδιο μεταφορικό και κυριολεκτικό χώρο: αποτελεί συμβολικό γεγονός, που η δύναμή του βασίζεται σε μια πράξη αποκήρυξης και πόνου.
Όπως ο Rembrandt, η Αμερικανή ποιήτρια Ariana Reines, στη συλλογή της Η αγελάδα (2014), εστιάζει στην υλική διάσταση της σφαγής. Η Reines περιγράφει με ακρίβεια τις διαδικασίες ενός σφαγείου του 21ου αιώνα: «… την κρεμούν από τα πίσω πόδια και της κόβουν τον λαιμό. Την αφήνουν να αιμορραγεί πάνω σε έναν κινούμενο ιμάντα παραγωγής».3 Η αγελάδα της Reines, όπως το βόδι του Rembrandt, στρέφει κυριολεκτικά την προσοχή σε μια αμφιλεγόμενη σχέση με την ίδια της την εικόνα. Στην Αγελάδα, το βόειο σώμα είναι ένα θηλυκοποιημένο σώμα –ένας εκπρόσωπος τέτοιων σωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων ή, ίσως, κυρίως αυτών, που μπορούν να υποστούν βία. Η σφαγιασμένη αγελάδα εκπροσωπεί το σώμα που ο ίδιος του ο κόσμος έχει επιτρέψει να πάθει κακό. Τα σημεία που μιλούν για τη βιομηχανική σφαγή περιστρέφονται γύρω από μια αναλογία με τη θηλυκή σωματικότητα, που δεν είναι ούτε ακριβώς κοινός τόπος ούτε και μεταφορά. «Γυναίκες: Δεν μπορούν να ξεπεράσουν το σώμα τους».4
Στο ίδιο το βιβλίο, αλλά και σε συζητήσεις σχετικά με αυτό, η Reines έχει περιγράψει τον ρόλο της αγελάδας ως αυτόν του αυτόπτη μάρτυρα. Η αγελάδα δεν μιλάει, αλλά γνωρίζει. Η ζωή της εκτυλίσσεται μέσα στο μαύρο κουτί, ή πίσω από την αυλαία, του βιομηχανικού συστήματος που ελέγχει τον κόσμο της – και τον δικό μου. Από τη στιγμή που άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο, παρατηρώ τις πάμπολλες αναπαραστάσεις του μοσχαρίσιου κρέατος σε εικόνες παντού στην πόλη μου και στη ζωή μου. Τα μπέργκερ εμφανίζονται στις διαφημιστικές πινακίδες και στην ανεπιθύμητη αλληλογραφία. Μικρά καρτουνίστικα μπέργκερ στις συσκευασίες τροφίμων, χαριτωμένα μπέργκερ με γελαστά πρόσωπα στα μπρελόκ. Ένα τεράστιο μπέργκερ απεικονίζεται πάνω σε ένα λεωφορείο, κι ένα ακόμα μεγαλύτερο στη στάση. Τα μπέργκερ μπορεί να έχουν διάφορες γεύσεις (μερικές φορές είναι και φυτικά), αλλά απεικονίζονται πάντα με τον ίδιο τρόπο: στρογγυλά, υγρά, καπελωμένα με το ψωμάκι τους, και ενδιάμεσα μαρούλι με σταγόνες δροσιάς. Τα βλέπω παντού αυτά τα μπέργκερ, με λιωμένο τυρί/ καυτερή σως/ μια λεπτοκομμένη φέτα ντομάτα. Το μέρος, όμως, απ’ το οποίο αναδύονται αυτά τα μπέργκερ –το βιομηχανικό σιλό, τα ζώα με τα πόδια τους μες στα σκατά– δεν εμφανίζονται πουθενά. Αμέτρητες φορές στη ζωή μου έχω καταναλώσει ή φορέσει τα προϊόντα του σφαγείου. Σε σφαγείο δεν έχω πάει ποτέ.
Η αγελάδα βλέπει μέσα στο μαύρο κουτί, επειδή εκεί ζουν οι αγελάδες: στις ζώνες του συστήματος που αποκλείουν την ανθρώπινη αυτοψία. Είναι ζήτημα παρουσίας. Τα σχόλια της Reines για τον αυτόπτη μάρτυρα μου θύμισαν μια συνέντευξη της νομπελίστριας Svetlana Alexievitch, όπου αναφέρεται σε αυτόν και στη σημασία που έχει σήμερα: «Θεωρώ πως κεντρικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας σήμερα είναι ο αυτόπτης μάρτυρας. Ο μάρτυρας που βλέπει και βιώνει ένα γεγονός την ώρα που συμβαίνει».5
Οι αυτόπτες μάρτυρες της Alexievitch είναι άνθρωποι. Τα βιβλία της είναι έργα προφορικής μαρτυρίας, όπου η συγγραφέας καταγράφει τις συνομιλίες της με ανθρώπους που έχουν βιώσει πολέμους, την κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας ή μια πυρηνική καταστροφή. Περιγράφει τον αυτόπτη μάρτυρα σαν δοχείο ή ίσως και σαν τεχνολογία. Ένα μέσο όπου αποτυπώνεται και διατηρείται κάτι προτού εξαφανιστούν, με τον καιρό, τα διακριτά χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης ιστορίας του. «Αργότερα, το κόκκινο ξεθωριάζει, γίνεται ροζ. Κάτι συμβαίνει στη μνήμη μας. Αραιώνει κάπως. Δεν βιώνουμε πια το ίδιο σοκ».6 Αν πάρουμε σοβαρά την ιδέα της Reines για την αγελάδα εκτροφής ως αποθετήριο της βίας ενός πολιτισμού, εγείρεται ένα ερώτημα: τι βλέπει η αγελάδα μέσα απ’ το μαύρο κουτί;
Andrea Arnold, Cow, 2021
Tαινία μεγάλου μήκους, έγχρωμη με ήχο, 94΄
Στιγμιότυπο από την ταινία
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας
Δεν υπάρχει απάντηση. Στη μεγάλου μήκους ταινία της Αγελάδα (2021), η Andrea Arnold επιχειρεί να εισδύσει σε αυτόν τον συνήθως κρυμμένο κόσμο, αποκαλύπτοντας ή υποδεικνύοντας μια εναλλακτική μορφή βιώματος και αυτοψίας. Η Αγελάδα είναι ένα ντοκιμαντέρ που ακολουθεί από πολύ κοντά μια γαλακτοπαραγωγό αγελάδα και το μοσχαράκι της στη σημερινή νοτιοανατολική Αγγλία. Η Arnold εστιάζει κυριολεκτικά στο σώμα της αγελάδας, όμοια με τον Rembrandt, τη Reines, τον Aelbert Cuyp ή τους καλλιτέχνες των σπηλαίων, με τη διαφορά ότι η ταινία της παρακολουθεί την αγελάδα σε πραγματικό χρόνο και πηγαίνει τον θεατή πέρα από το ενσταντανέ ή την περιγραφή, τον εισάγει στη σωματική εμπειρία της πρωταγωνίστριας. Στον χρόνο που περνάμε μαζί με το ζώο, γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες της αβεβαιότητας, της αϋπνίας, της νευρικότητας, της δυσφορίας και της ηρεμίας που κατακλύζουν το σώμα του. Η Arnold ασχολείται και με αυτήν την παρουσία. Έχει αρνηθεί να συμμετάσχει σε συζητήσεις γύρω απ’ την ταινία που έθεταν θέματα ηθικής για τα συστήματα εκτροφής, λέγοντας πως η πρόθεσή της ήταν περισσότερο «να καταδείξει τη συνειδητότητα σε ένα ζωντανό μη ανθρώπινο ζώο. Να μας ενθαρρύνει να ασχοληθούμε με αυτήν τη συνειδητότητα».7
Η απτή παρουσία μιας αγελάδας γυρνά τα κείμενα περί βοοειδών τα μέσα έξω. Υπαινικτικά νοηματοδοτούμε την ανθρώπινη ζωή με βάση τη συμβολή της στη ζωή της αγελάδας. Υπάρχει από παλιά η θεωρία ότι είναι πιο ρεαλιστικό να περιγράφουμε την εξημέρωση του ζώου εκτροφής ως συνεξέλιξη, με τα δύο είδη να έχουν προσαρμοστεί το ένα στο άλλο. Για την αμοιβαία συντήρηση των ειδών, οι αγελάδες προσφέρουν τον θάνατό τους, κι οι άνθρωποι τα έργα και τις ημέρες τους. Εύκολα βλέπει κανείς την πραγματικότητα ότι η αγελάδα είναι μεγαλύτερη απ’ τον άνθρωπο, σπάνια όμως την αισθάνεται μέσα του. Το βίωμα της αγελάδας είναι ακραίο. Αγγίζει τον τρόμο και το ειδύλλιο, καθώς κινείται από το απαλό φως του ελώδους λιβαδιού μέχρι την πετσοκομμένη σάρκα του σφαγείου. Εκείνη τα υπομένει όλα αυτά με μνημειώδη ηρεμία. Η ανάσα αχνίζει, από τον κομμένο λαιμό αναβλύζει αίμα, από το πράσινο χωράφι ξεμυτίζει η ανατολή. Υπάρχει κάτι παραπάνω απ’ όλα όσα μπορούμε να δούμε ή να νιώσουμε εσύ κι εγώ. Κοιτάζοντας την αγελάδα, στην ουσία συχνά κοιτάζουμε αλλού. Αντί γι’ αυτήν, βλέπουμε το ανθρώπινο σώμα, τα βιομηχανικά κτήρια ή το ζήτημα της προσωπικής επιλογής. Αλλά κοιτάζοντας την αγελάδα, γινόμαστε μάρτυρες μιας πραγματικότητας που ξεπερνά την αντοχή του ανθρώπου.
Μετάφραση: Αλκιβιάδης Ζαλαβράς
- H προμετωπίδα προέρχεται από το εν εξελίξει αρχείο της Michela de Mattei με εμφανίσεις θυλακίνου, το οποίο περιλαμβάνει όλο το διαθέσιμο πρόσφατο κινηματογραφημένο υλικό από διαδικτυακές κοινότητες. Το υλικό θεωρείται απόδειξη της ύπαρξης του ζώου. Το αρχείο διευρύνεται καθώς προκύπτουν νέα στοιχεία.
Βλ., για παράδειγμα, το ετυμολογικό λεξικό Etymonline για ένα αναλυτικότερο ιστορικό αυτού του ετυμολογικού συνειρμού. (Τελευταία πρόσβαση: 07 Απριλίου 2025)
Η ιστορία του αγγλόφωνου όρου είναι διαμετρικά αντίθετη με αυτήν του αντίστοιχου όρου στην ιθαγενή γλώσσα του ποιμενικού πληθυσμού Σαμπούρου της Κένυας, όπου η λέξη ngishu (βοοειδή) είναι η ρίζα της λέξης nkishon (ζωή). Βλ. το ντοκιμαντέρ The Battle for Laikipia, 15′ 44” κ. εξ.
Ariana Reines, The Cow, Fence, Νέα Υόρκη 2014, σ. 33.
Στο ίδιο, σ. 36.
José Vergara, «The Storykeeper: A Conversation with Svetlana Alexievitch», LA Review of Books, Σεπτέμβριος 2022. (Τελευταία πρόσβαση: 07 Απριλίου 2025)
Στο ίδιο.
Manori Ravindran, «Andrea Arnold Subtly Hints at Negative Big Little Lies Experience», Variety, Ιούλιος 2021. (Τελευταία πρόσβαση: 07 Απριλίου 2025)
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ Τ@ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η Daisy Hildyard είναι βρετανίδα μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε στο Γιόρκσαϊρ και έλαβε το πτυχίο της από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το διδακτορικό της στο Queen Mary University του Λονδίνου αφορά την πρώιμη σύγχρονη επιστημονική λογοτεχνία. To πρώτο της μυθιστόρημα Hunters in the Snow (Κυνηγοί στο χιόνι), 2013, το οποίο εκτυλίσσεται στην ύπαιθρο του Γιόρκσαϊρ και εναλλάσσει προσωπικές αναμνήσεις με τα ψευδοϊστορικά κείμενα του παππού της αφηγήτριας, έλαβε το βραβείο Somerset Maugham. Το δεύτερό της μυθιστόρημα Emergency (Κατάσταση επείγοντος), 2023, αντιπαραβάλλει τις προσωπικές αναμνήσεις της αφηγήτριας με την παγκόσμια κλιματική κρίση και τιμήθηκε με το βραβείο Encore. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί μεταξύ άλλων στον New Yorker, στο Granta, στο The New York Review of Books και στο Τimes Literary Supplement.