«Να γαμιομαστε σαν τα ζωα» – Φυλη, ζωα, επιθυμια: τι μπορουμε να περιμενουμε απο τον βιγκαν οικοφεμινισμο σημερα
Michela de Mattei, True Believers See More Patterns, 2024
Οnline αρχείο βίντεο με εμφανίσεις θυλακίνου
Στιγμιότυπο από το βίντεο, 18΄ 42΄΄ (εν εξελίξει)
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας
Τα μη ανθρώπινα ζώα1 πάντα αποτελούσαν πρόφαση για να δικαιολογηθεί σχεδόν κάθε μορφή δεσποτείας: από τους κυρίαρχους αρσενικούς (alpha males) στις κοινωνίες των χιμπατζήδων έως τις «πάπιες-βιαστές» και τις ιεραρχικές κοινωνίες των μελισσών, η πλάνη της έκκλησης στη φύση αποτελεί μία από τις αγαπημένες μορφές επιχειρηματολογίας του αποικιοκρατικού, αρτιμελιστικού (ableist) και πατριαρχικού λόγου.2 Πιο πρόσφατα, η υποτιθέμενη καθολική σεξουαλική συμπεριφορά των ζώων (όπως είναι η επιταγή της αναπαραγωγής, η δυσμορφία φύλου ή η μονογαμία) έχει χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για να νομιμοποιηθεί η σεξουαλική διαφορά, η δυαδικότητα των φύλων ή η πατριαρχική κυριαρχία. Τα κουήρ και τρανς σώματα απεικονίζονται επομένως ως εγγενώς «αντίθετα στη φύση».
Υπό αυτή την οπτική, η αρρενωπότητα διαρκώς επικυρώνεται και αναπαράγεται μέσω της επαναλαμβανόμενης ανθρώπινης αναπαράστασης έμφυλων ζωικών επιτελεστικών πρακτικών, όπως είναι οι κοκορομαχίες, οι κυνομαχίες και οι ταυρομαχίες. Αυτή η προσήλωση σε μια «φυσική» ζωική τάξη είναι επίσης ορατή μέσω της αναβίωσης του όρου «κυρίαρχο αρσενικό» (alpha male) στον λόγο των αυτοαποκαλούμενων αρχηγών της αγέλης στους συντηρητικούς/δεξιούς πολιτικούς χώρους. Τι είδους σχέδιο «ευθυγράμμισης»3 μας εμφανίζεται εδώ, όταν τα ζώα υποτίθεται ότι χρησιμεύουν ως δικαιολογία για την κυριαρχία και τις ιεραρχικές ταυτότητες;
Britta Marakatt-Labba, The Crows, 2021
Κέντημα και απλικέ σε λινό
62 x 133 εκ.
Φωτογραφία: Hans Olof Utsi
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας
Φυλο, ζωα και αποικιακος λογος
Η έκφραση «να γαμάς σαν ζώο» φαίνεται να αντιφάσκει με την επίκληση στη φύση, αλλά παραδόξως αποτελεί μεγάλο μέρος του πατριαρχικού λόγου πάνω στα ζώα και τη ζωικότητα. Η έκφραση υποδηλώνει πως το «ζωώδες γαμήσι» είναι ένα μηχανικό, ασύνειδο ζευγάρωμα, το οποίο πραγματώνεται χωρίς ντροπή ή ιερότητα· με άλλα λόγια, μια άγρια πράξη. Κατ’ επέκταση, οι άνθρωποι που «γαμιούνται σαν ζώα» δεν είναι πλέον άνθρωποι και επιδίδονται στη σεξουαλικότητα δίχως πρόθεση ή όρια, σε πλήρη αντίθεση με τις αξίες της μεγάλης Ανθρωπότητας, η οποία διακρίνεται από κάθε άλλο είδος μέσω της έντονης συνείδησης της σημασίας της σεξουαλικής πράξης.
Εδώ βλέπουμε πόσο βαθιά είναι η αντίφαση: αφενός, η ζωική συμπεριφορά επιτρέπει και ενθαρρύνει μια συγκεκριμένη κοινωνική οργάνωση, καθώς φυσικοποιεί την κυριαρχία των ικανών, λευκών και αρσενικών σωμάτων πάνω στα υπόλοιπα (είναι ο δαρβινισμός, μωρό μου!). Αφετέρου, η ζωική συμπεριφορά θεωρείται εξ ορισμού αηδιαστική, αντι-ανθρώπινη, και οφείλουμε να τηρούμε τις μεγαλύτερες αποστάσεις από αυτήν ώστε να θεωρούμαστε πολιτισμένοι. Ο Αυστριακός ψυχαναλυτής Wilhelm Reich εξηγεί ότι ολόκληρο το εγχείρημα του «πολιτισμού» –και θα ήθελα να επισημάνω τις αποικιακές συνδηλώσεις ενός τέτοιου όρου– στοχεύει στο να μας απομακρύνει από τη γενετήσια φύση μας,4 το «κατώτερο» μέρος του ανθρώπινου σώματος (το κεφάλι και το άνω μέρος του σώματος αντιπροσωπεύουν το ανώτερο και καθαρά ανθρώπινο τμήμα της ύπαρξής μας). Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Georges Bataille, οι σεξουαλικές απαγορεύσεις δημιουργούν μια ψευδαίσθηση ανθρωπινότητας, η οποία εξαρτάται από τον σεβασμό ορισμένων ορίων, ενώ η παράβασή τους οδηγεί στις πιο εμμονικές φαντασιώσεις.5 Ο φιλόσοφος Michel Foucault συμφωνεί με αυτόν τον ορισμό όταν υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα «υπόκειται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σε έναν νόμο, σε μια διαίρεση ανάμεσα στο επιτρεπτό και το απαγορευμένο, η οποία, προφανώς, δεν υφίσταται στον κόσμο των ζώων».6 Για τον Foucault, το όριο, η παράβαση, η διαστροφή και η απόκλιση δημιουργούν σεξουαλικότητα. Το 1997, η ανθρωπολόγος Ann Stoler, εκπρόσωπος της κριτικής θεωρίας της φυλής, μας προειδοποίησε για τους κινδύνους που ενέχει η κυριολεκτική ερμηνεία της φουκωικής θεωρίας της σεξουαλικότητας:
Πράγματι, αν υιοθετήσουμε τη διατύπωση του Foucault ότι «η σεξουαλικότητα είναι μια πυκνή μεταφορά εξουσίας» φορτισμένη με «εργαλειακότητα», δεν κινδυνεύουμε να αναπαράγουμε με τους ίδιους όρους τον αποικιακό λόγο, όπου τα πάντα μπορούν να αναχθούν στο σεξ; […] Όπως υποδηλώνει το επιχείρημα του Foucault, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο αποικιοκρατικός λόγος καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αναζήτηση μιας ευρωπαϊκής, αστικής αυταπόδεικτης αλήθειας προσβάσιμης μέσω του σεξ – κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν η αποικιακή ιστοριογραφία υιοθετεί ακούσια αυτή την ιδέα της αλήθειας. Ερευνητές που ειδικεύονται στις αποικιακές σπουδές έχουν συχνά ερμηνεύσει τη σεξουαλική συμπεριφορά των Ευρωπαίων στις αποικίες μέσω σεναρίων που είναι και τα ίδια αποικιοκρατικά. Η φροϋδική ιδέα μιας καταπιεσμένης, εξιδανικευμένης σεξουαλικής ορμής και των προβολών της χρησιμοποιείται για να ερμηνεύσει πολιτικά σχέδια με ενστικτώδεις ή ψυχοκοινωνικούς όρους. Η επιθυμία θα ήταν τότε ένα βασικό βιολογικό ένστικτο το οποίο περιορίζεται και καταπιέζεται από έναν πολιτισμό που μας αναγκάζει να το εξιδανικεύουμε.7
Πρέπει να αναγνωρίσουμε τη δύναμη αυτής της αφήγησης, έχοντας πάντα κατά νου ότι πρόκειται «απλώς για μια ιστορία», μια μυθοπλασία, που απέδωσε στους αποικιοκρατούμενους και τους απογόνους τους μια ανεξέλεγκτη, βίαιη, αποκρουστική και, άρα, ζωώδη σεξουαλικότητα, η οποία ήταν επίσης (και προφανώς) τρομερά διεγερτική για την αποικιακή λίμπιντο. Ο περιορισμός της σεξουαλικότητας στην αναπαραγωγή ή στον γάμο ήταν επομένως ένας τρόπος να τιθασευτεί η σεξουαλικότητα που είχε δημιουργηθεί για να αποτελεί διακριτικό σημάδι μιας ανώτερης ανθρωπότητας, αποτελούμενης από λευκότητα και μη ζωικότητα. Ακόμα και σήμερα, που η αναπαραγωγή δεν είναι πλέον η καθολική επιταγή του σεξ, υπάρχει μια έντονη αποστροφή προς τη ζωική σεξουαλικότητα, που πάντα θεωρείται άγρια, άσκοπη και επονείδιστη. Επομένως, όταν οι άνθρωποι «γαμιούνται σαν ζώα», γίνονται ανώμαλοι, κάτι προδίδουν. (H σκέψη της Karen Barad σχετικά με τη «φυσική» και την «παρά φύση» σεξουαλική συμπεριφορά και τις κουίρ υπάρξεις είναι καίρια: «Είναι πράγματι ο ανθρώπινος εξαιρετισμός και, ειδικότερα, η υποτιθέμενη ανωτερότητά του (ο ορισμός του εαυτού μας ως φορέα ηθικής είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι καλύτεροι από τα ζώα) αυτό που τροφοδοτεί την ηθική επιταγή να αποφεύγουμε την “αφύσικη” συμπεριφορά. Υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για να πάμε κόντρα στα “μονοπάτια” της φύσης και των νόμων της. Αν όμως το έγκλημα είναι κατά της ίδιας της Φύσης, κατά της φύσης στο σύνολό της, αν η πράξη, με άλλα λόγια, είναι τόσο εξαιρετική που αντιβαίνει σε “όλα όσα είναι φυσικά”, τότε μπορεί να διαπραχθεί μόνο από έναν φορέα (άνθρωπο και επομένως με πιθανή συνείδηση των αμαρτιών του) που θα βρίσκεται εκτός αυτής. Αλλά περιμένετε μισό λεπτό! Αν η πράξη γίνεται ενάντια στη φύση και αν ο δράστης δεν είναι μέρος της Φύσης, αφού λέγεται ότι βρίσκεται εκτός αυτής, τότε καμία από τις πράξεις του δεν είναι “σύμφωνη με τη φύση”, ούτε καθορίζεται από αυτήν, με άλλα λόγια είναι όλες εξ ορισμού “αφύσικες”. Από την άλλη πλευρά του παραδόξου, η ηθική επιταγή επιτίθεται στη συμπεριφορά των ζώων χαρακτηρίζοντάς την ως “αφύσικη”: καταλήγουμε να συμπεριφερόμαστε “αφύσικα” επειδή ενεργούμε “όπως η φύση”»).8 Από τα πρόσφατα εγχειρήματα να συνδεθεί η ζωική θεωρία με την κριτική θεωρία της φυλής λείπει μια σοβαρή έρευνα για την επιθυμία, την οποία ωστόσο μας προέτρεψε να κάνουμε η Stoler ήδη δέκα χρόνια πριν. Από την άποψη αυτή, μια αντιαποικιακή θεωρία της επιθυμίας μπορεί να προκύψει από την μελέτη του ζωώδους υπανθρώπου.9
Lin May Saeed, Blue Nile Relief I, 2011
Πολυστερίνη, ακρυλικό χρώμα, ατσάλι, ιούτη, ξύλο
63 × 96 × 20 εκ.
Ευγενική παραχώρηση του Lin May Saeed Estate και της Jacky Strenz, Φρανκφούρτη
© Lin May Saeed Estate
Φωτογραφία: Wolfgang Günzel
Το ζητημα της φυλης και του ειδους στον ακαδημαϊκο χωρο
Στη Γαλλία, υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις συνδέσεις μεταξύ σπισισμού και ρατσισμού, σε βιβλία, podcast, ακαδημαϊκές εκδηλώσεις, ακτιβιστικές ενέργειες. Αναμφίβολα, το ενδιαφέρον αυτό αποτελεί εξέλιξη στην κοινή μας αντίληψη για το ποιο είναι το ηθικό πλαίσιο που καθορίζει το πώς μεταχειριζόμαστε τα ζώα. Ωστόσο, επαναφέρει ορισμένα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν πριν προχωρήσουμε σε μια σωστή διερεύνηση της σχέσης μεταξύ φυλής και είδους.
Ο ακαδημαϊκός κλάδος της Ζωικής ηθικής εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τυποποίησε ένα ηθικό πλαίσιο με καθολική ισχύ για τις σχέσεις μας με τα μη ανθρώπινα ζώα. Οι Ζωικές σπουδές, από την άλλη πλευρά, ήταν ευρύτερες και διαπερνούσαν επιστημονικά πεδία όπως η ηθολογία και η ψυχολογία των ζώων. Οι Ζωικές σπουδές δεν επεδίωκαν τον κανονιστικό στόχο που είχε θέσει η Ζωική ηθική.
Daniel Steegman Mangrané, La Pensée Férale, 2020
Εκτυπώση cibachrome
110 x 88 εκ.
Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη και Esther Schipper, Βερολίνο l Παρίσι l Σεούλ
Οι Κριτικές Ζωικές Σπουδές (Critical Animal Studies, CAS) έχουν τις ρίζες τους σε μια πιο μαχητική αντίληψη για την υπόθεση των ζώων, η οποία στον ακαδημαϊκό κόσμο έχει χαθεί λόγω της Ζωικής ηθικής. Οι CAS έχουν αναρχικές, φεμινιστικές και αντιρατσιστικές ρίζες και δεν αντιλαμβάνονται την κακοποίηση των ζώων ως ένα ζήτημα ξέχωρο από τα συστήματα ανθρώπινης κυριαρχίας. Επιπλέον, τα αναρχικά, πανκ και straight-edge κινήματα της δεκαετίας του ’90 συγκρότησαν το ακτιβιστικό αντισπισιστικό ρεύμα που προώθησε τον βιγκανισμό ως μια ανατρεπτική, αντικαπιταλιστική και αντιαυταρχική πρακτική. Ο βίγκαν οικοφεμινισμός10 είναι σύγχρονος με όλα αυτά τα κινήματα και θεωρητικοποιεί όλο και περισσότερο τις συνδέσεις μεταξύ σεξισμού και σπισισμού: ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονταν (και αντιμετωπίζονται) οι γυναίκες στο πλαίσιο της πατριαρχίας είναι αλληλένδετος με αυτόν των ζώων. Η αρπαγή, η κουλτούρα του βιασμού ή ο τρόπος με τον οποίο τα ζώα και οι γυναίκες υπάρχουν στο πλαίσιο αυτού που η Carol Adams –μία από τις εξέχουσες φωνές του βίγκαν οικοφεμινισμού– έχει θεωρητικοποιήσει ως «το απόν αναφερόμενο»,11 συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας στέρεας βίγκαν φεμινιστικής θεωρίας. Στη δυτική νεωτερικότητα, το επίθετο «ζωικός» απέκτησε μια οντολογική αρνητικότητα, μολύνοντας όλα τα υποκείμενα που είχαν τοποθετηθεί στη λάθος πλευρά του δυισμού άνθρωπος/ζώο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο βίγκαν οικοφεμινισμός έθεσε το ζήτημα αυτό, διεκδικώντας τη ζωικότητα και επαναπροσδιορίζοντας τις σχέσεις με τα ζώα προκειμένου να κάνει πολιτική με διαφορετικό τρόπο. Αντλώντας από την εμπειρία της καταπίεσης που μοιράζονται οι γυναίκες και τα ζώα, αλλά και από τα διδάγματα της ηθικής της φροντίδας, οι βίγκαν ακτιβίστριες απέδειξαν ότι οι μορφές βίας που βιώνουν οι δύο ομάδες αποτελούν ένα συνεχές. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι κάθε φεμινιστικός αγώνας πρέπει να στοχεύει σε μια βαθιά αλλαγή της νοοτροπίας, της στάσης και των πρακτικών μας απέναντι στα μη ανθρώπινα ζώα. Ο βίγκαν οικοφεμινισμός, όπως και ο οικοφεμινισμός εν γένει επανέφεραν τον συναισθηματικό λόγο στο κίνημα της υπεράσπισης των ζώων: οι βίγκαν οικοφεμινίστριες έδειξαν πως ο αγώνας για τα ζώα αποτελεί μέρος μιας αγαπητικής, εμπαθητικής κατανόησης του κόσμου που μοιραζόμαστε και δεν είναι γειωμένος αποκλειστικά στη λογική και τον ορθολογισμό. Αυτός ο δυισμός (λογική/συναίσθημα) είναι στην ουσία υπεύθυνος για την τωρινή οικολογική καταστροφή, επομένως χρειαζόμαστε ένα καινούριο πλαίσιο που θα περιλαμβάνει και τα δύο∙ ήταν απαραίτητη η διεκδίκηση του επιχειρήματος για τα «ζώα που αγαπάνε», το οποίο είχε γελοιοποιηθεί από τους άντρες φιλοσόφους της ηθικής των ζώων στο πανεπιστήμιο.12
Στη Γαλλία και την Ευρώπη, ο βίγκαν οικοφεμινισμός έχει κάνει μικρά βήματα (μολονότι ο οικοφενισμός σταδιακά εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια).13 Η μόλις πρόσφατη μετάφραση στα γαλλικά των ιδρυτικών κειμένων της FAR (Feminists for Animal Rights/Φεμινίστριες για τα δικαιώματα των ζώων), η οποία ήταν δραστήρια από το 1983 έως το 2000, δείχνει πόσο αργή είναι η διάδοση αυτής της βιβλιογραφίας.14 Πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε πως στο πρώτο κίνημα του βίγκαν οικοφεμινισμού η διασταύρωση με την έννοια της φυλής ήταν ελάχιστη. Η δική μου αποαποικιοκρατική και αντιρατσιστική στάση, που βασίζεται στη μελέτη και τη διεκδίκηση της ζωικότητάς μας, υπήρξε εφικτή χάρη στον βίγκαν οικοφεμινισμό, αλλά και ενάντια σε αυτόν. Η Φινλανδή ερευνήτρια Kuura Irni σημειώνει πως στο έργο της Carol Adams δεν υπάρχει επί της ουσίας καμία διερώτηση πάνω στη φυλετική διάσταση της ζωοποίησης. Ο βίγκαν οικοφεμινισμός δημιούργησε μια σπουδαία θεωρητική βάση για να κατανοήσουμε τη σύμπλεξη του φύλου, του είδους και της φυλής, αλλά η βασική διασταύρωση που διερεύνησε σε βάθος ήταν μεταξύ σεξισμού και σπισισμού. Ωστόσο,
Η ζωοποίηση και η απανθρωποποίηση έχουν χρησιμοποιηθεί, μεταξύ άλλων, για να δικαιολογήσουν τη βία κατά των αποικισμένων λαών, την αρπαγή γης και την ευγονική, και υπό αυτή την έννοια, η χάραξη ορίων γύρω από τις έννοιες «άνθρωπος» και «ζώο» είναι ένα βαθιά φυλετικοποιημένο ζήτημα (Deckha 2012, 539).15
Lin May Saeed, Free Market, 2007
Χαρτόνι, διαφανές χαρτί, ξύλο, λαμπτήρες φθορισμού
255 x 645 x 60 εκ.
Ευγενική παραχώρηση: The Estate of Lin May Saeed and Jacky Strenz, Φρανκφούρτη
© Lin May Saeed Estate
Φωτογραφία: Serge Hasenböhler
Επειδή το ζήτημα της φυλής έχει παραμεληθεί για πολύ καιρό, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο βίγκαν οικοφεμινισμός είναι διαθεματικός, αλλά μάλλον ότι μελέτησε ορισμένες διασταυρώσεις, συνήθως μεταξύ σεξισμού και σπισισμού, και τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα δύο στοιχεία αλληλοτροφοδοτούνται στο πλαίσιο της πατριαρχίας, μέσω του λόγου, των μηχανισμών εξουσίας, της βίας και της αντίστασης. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει και η Kuura Irni στο δοκίμιό της, ακόμη κι αν ένα μεγάλο μέρος του βίγκαν οικοφεμινισμού δεν έχει αντιμετωπίσει σοβαρά το ζήτημα της φυλής, θα ήταν λάθος να διαγράψουμε εντελώς όλο το έργο που έχει προσφέρει αυτό το κίνημα και να αναγκαστούμε να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Από την άλλη πλευρά, λόγω της φτωχής πνευματικής παραγωγής σε αυτό το θέμα (ίσως λόγω της αδιαφορίας για τον βίγκαν οικοφεμινισμό ή μήπως εξαιτίας μιας υποψίας για ουσιοκρατία;), η πρόσφατη επανανακάλυψη της σχέσης μεταξύ φυλής και είδους φαίνεται αφενός να αγνοεί εντελώς το έργο των βίγκαν οικοφεμινιστριών και αφετέρου να εστιάζει υπερβολικά στη ζωοποίηση, τη φετιχοποίηση και την εξωτικοποίηση, που είναι, σίγουρα, γνωστοί μηχανισμοί παραγωγής ρατσισμού αλλά οπωσδήποτε δεν επαρκούν για να κατανοήσουμε το βάθος της σύμπλεξης μεταξύ φυλής και είδους. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο περιορισμός του ρατσισμού-σπισισμού στη ζωοποίηση, ή η ζωοποίηση μέσω του ρατσισμού-σπισισμού, συνιστά κυκλική συλλογιστική. Άτομα που βιώνουν φυλετικές διακρίσεις ζωοποιούνται, και η ζωοποίηση θεωρείται μία από τις πιο βίαιες μορφές ηθικής και οντολογικής υποβάθμισης, καθώς το ζωοποιημένο υποκείμενο καθίσταται αυτόματα κατώτερο υποκείμενο. Στην πραγματικότητα, δεν πιστεύω καν ότι αυτός o ισχυρισμός είναι απαραίτητα αληθής: η ζωοποίηση μπορεί επίσης να έχει θετική χροιά (σκεφτείτε, για παράδειγμα, τον εραστή γκόλντεν ριτρίβερ).16 Πρέπει να βρούμε μια θεωρία που να μπορεί να συνενώνει τον ρατσισμό και τον σπισισμό, όχι ως παρόμοια ή ακόμη και αλληλένδετα συστήματα, αλλά ως ασταθείς δυναμικές που μας επιτρέπουν να σκεφτούμε τη φυλή και το είδος όχι ως οντότητες per se, αλλά ως παραλλαγές της ανθρωπότητας που κατανέμονται μέσω αυτών. To κουίρ θεωρητικό Mel Y Chen προτείνει να μετακινηθούμε από τον σπισισμό/ρατσισμό/σεξισμό, ή κάθε άλλο –ισμό, προς την έννοια της ζωικότητας (animacy), προκειμένου να ξεφύγουμε από το πλαίσιο των απομονωμένων οντοτήτων (φυλή/τάξη/αναπηρία…) και να κατανοήσουμε τις ποικιλίες των έμβιων ή αποζωοποιημένων υποκειμενικοτήτων, οικοδομώντας μια θεωρία με βάση δυναμικές γραμμές και όχι σταθερές κατηγορίες.
Να θεωρήσουμε ότι οι κατηγορίες της σεξουαλικότητας δεν είναι τυφλές απέναντι στο χρώμα (δηλαδή δεν αγνοούν ή δεν παρακάμπτουν τη φυλή) –όπως υποστηρίζουν οι κουίρ έγχρωμοι ακαδημαϊκοί– σημαίνει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τη διαθεματικότητα, ακόμη και όταν οι εργασίες φαίνεται να απομακρύνονται πολύ και να υπεισέρχονται στην επικράτεια του ζώου. Δεδομένης της επίμονης φυλετικοποίησης των ζώων, μπορούμε τότε να μελετήσουμε τα περίπλοκα, πολυδύναμα περιγράμματα ενός κοινοτισμού που περιλαμβάνει τόσο τα ανθρώπινα όσο και τα μη ανθρώπινα ζώα, το όριο μεταξύ των οποίων παραμένει σήμερα έντονο, πολιτικά φορτισμένο και με υλικές συνέπειες, ενώ διατρέχεται από τη φυλή, μερικές φορές ακόμη και στις πιο ακραίες εκδηλώσεις της.17
Υποστηρίζω ότι η χρήση της ζωικότητας ως φακού για την ανάλυση της αποικιοκρατικής πολιτικής του φύλου και της επιθυμίας θα μας βοηθούσε να «λάβουμε σοβαρά υπόψη τη διαθεματικότητα». Τα ζώα δεν είναι απλώς μια μεταφορά για την «αχαλίνωτη» σεξουαλικότητα, αλλά αισθανόμενα, επιθυμητικά άτομα προς τα οποία θα έπρεπε να μας επιτρέπεται να αισθανόμαστε επιθυμία όπως και ενσυναίσθηση και εγγύτητα: μια τέτοια πράξη θα εξάλειφε «το ανθρώπινο» ως μοναδικό μέτρο αξίας. Ωστόσο, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό όταν μας καλούν να σκεφτούμε από κοινού την επιθυμία και τα ζώα είναι προφανώς το φάντασμα της ζωοφιλίας (zoophilia), που θεωρείται ιστορικά μια από τις μεγαλύτερες ανθρώπινες διαστροφές.18 Θέλω όμως να κοντοσταθούμε για ένα λεπτό σε αυτή τη λέξη, ως συμπέρασμα αυτού του κειμένου: η ζωοφιλία ετυμολογικά σημαίνει αγάπη για τα ζώα: «ζώον» σημαίνει «ζώο», αλλά και «ζωντανό» στα ελληνικά (μια κατάσταση που, από όσο γνωρίζω, μοιράζονται και οι άνθρωποι), ενώ «φιλία» σημαίνει αγάπη, αίσθημα συντροφικότητας και κοινωνικού ανήκειν. Εν ολίγοις, δεν πρέπει να υπάρχει τίποτα αποκρουστικό σε αυτούς τους όρους. Αν λοιπόν η ζωοφιλία, που τώρα μεταφράζεται ως «αγάπη για τα ζώα», έχει καταστεί το μεγαλύτερο ταμπού της επιθυμίας, πώς μπορούμε να φανταστούμε οποιαδήποτε εξέλιξη στις σχέσεις μας με τα ζώα, πέρα από το πεδίο της κοινής βίας που μοιραζόμαστε με άλλες μειονότητες; Αν η «φιλία» (αγάπη) στη ζωοφιλία είναι ήδη αποκρουστική, πώς θα μπορούσαμε να επενδύσουμε στον «έρωτα»; Η ανάκτηση της ζωικότητας μέσω της επιθυμίας για αλλαγή στην πολιτική μάς οδηγεί προς μια νέα κατανόηση της φυλής και του ρατσισμού, την οποία μπορεί να προσφέρει ο βίγκαν οικοφεμινισμός, δίνοντας έμφαση στα συναισθήματα, τις σχέσεις και τη βιοφιλία (ένα άλλο όνομα της ζωοφιλίας).
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
Marta Roberti, Aυτοπροσωπογραφία ως Αγία Ολίβια πλαγιάζοντας με Ιαγουάρο, 2024
Σχέδιο και κολλάζ με γραφίτη και λαδοπαστέλ από χειροποίητο χαρτί καρμπόν σε ταϊβανέζικο χαρτί από γκάμπι
240 x 190 εκ.
Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της z2o Sara Zanin, Ρώμη
- H προμετωπίδα προέρχεται από το εν εξελίξει αρχείο της Michela de Mattei με εμφανίσεις θυλακίνου, το οποίο περιλαμβάνει όλο το διαθέσιμο πρόσφατο κινηματογραφημένο υλικό από διαδικτυακές κοινότητες. Το υλικό θεωρείται απόδειξη της ύπαρξης του ζώου. Το αρχείο διευρύνεται καθώς προκύπτουν νέα στοιχεία.
- Η εικονογράφηση του κειμένου είναι με έργα από την έκθεση του ΕΜΣΤ «Why Look at Animals? Δικαιοσύνη για τη μη ανθρώπινη ζωή».
Το παρόν κείμενο προέρχεται εν μέρει από ένα κεφάλαιο του βιβλίου μου Éropolitique: Écoféminismes, désirs et révolution («Ερωπολιτική: Οικοφεμινισμοί, επιθυμίες και επανάσταση» / Le Passager Clandestin, Παρίσι 2025), το οποίο αναθεώρησα ώστε να επικεντρωθώ στη συνάρθρωση τριών σωμάτων βιβλιογραφίας (Ζωική ηθική, Ζωικές σπουδές, Κριτικές ζωικές σπουδές). Διατήρησα ωστόσο τη βασική ιδέα της σχέσης μεταξύ φυλής και ζωικότητας μέσω του φύλου και της επιθυμίας.
Η «πλάνη της έκκλησης στη φύση» αναφέρεται σε μια ρητορική τεχνική που καθιστά κάτι (αν)ηθικό βασισμένη αποκλειστικά στον (α)φυσικό του χαρακτήρα. Το ζήτημα δεν είναι τόσο αυτό που στην ηθική φιλοσοφία αποκαλούμε η γκιλοτίνα του Hume, δηλαδή το χάσμα μεταξύ περιγραφικού (αυτού που είναι) και κανονιστικού (αυτού που οφείλει να είναι). Μάλλον, έγκειται στις χρήσεις του όρου «φύση»: στην πραγματικότητα, δεν είναι πολύ σαφές σε τι αναφερόμαστε όταν λέμε ότι κάτι είναι «φυσικό». Ενίοτε εννοούμε βιολογικό, άλλες φορές καθολικό, άλλες φορές υποθέτουμε ότι είναι όλα όσα σχετίζονται με τα ζωντανά όντα εκτός από τους ανθρώπους, άλλες φορές η «φύση» είναι μια απόμακρη πραγματικότητα και τις περισσότερες φορές το «φυσικό» συνιστά ήδη μια ηθική κρίση. Εν ολίγοις, η προσφυγή στη φύση είναι προβληματική σε όλα τα επίπεδα, καθώς βασίζεται ήδη σε σημασιολογική ασάφεια.
Αντιλαμβάνομαι τη λέξη «ευθυγράμμιση» (straightening) ως μια «μετατροπή σε straight», ως μια διαδικασία που καθιστά άκαμπτη μια πραγματικότητα πολλαπλή και ρευστή, με λιγότερο σαφές περίγραμμα. Το ετεροφυλοφιλικό καθεστώς πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως ένα σχέδιο κατά της βιοποικιλότητας, στόχος του οποίου είναι η ευθυγράμμιση της ίδιας της ζωής.
Wilhelm Reich, H λειτουργία του οργασμού, Τόμος Ι και ΙΙ, Εκδόσεις ΡΕΩ, Αθήνα 2015 (1927)∙ Wilhelm Reich, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1975 (1933).
Georges Bataille, O ερωτισμός, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Ίνδικτος, Αθήνα 2006 (1957).
Michel Foucault, Η σεξουαλικότητα – Ο λόγος της σεξουαλικότητας, Παραδόσεις στα Πανεπιστήμια Κλερμόν Φεράν (1964) και Βενσέν (1969), μτφρ. Τ. Μπέτζελος, Αθήνα Πλέθρον, 2021.
Ann Stoler, «Eduquer le désir: Foucault, Freud et les sexualités impériales», Genre, sexualité et société, τχ. 3, Άνοιξη 2010.
Karen Barad, Frankestein, la grenouille et l’életron. Les sciences et la performativité queer de la nature, μτφρ. Luigi Balice, Asinamali, Παρίσι 2023, σ. 90-91.
Maneesha Deckha,«The subhuman as a cultural agent of violence», Journal for Critical Animal Studies, τόμ. 8, τχ. 3, 2010, σ. 28-51.
Η προσπάθεια να οριστεί χρονολογία για τη γέννηση ενός κινήματος ενέχει πάντα κινδύνους, γιατί τα κινήματα είναι εξ ορισμού ασταθή. Ο βίγκαν οικοφεμινισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ή να μη θεωρηθεί μέρος των Κριτικών ζωικών σπουδών∙ επιλέγω να τον συμπεριλάβω σε αυτές, δεδομένης της τεράστιας θέσης που καταλαμβάνει στις συζητήσεις, ιδιαίτερα τις αντιδράσεις που έχει συναντήσει εντός των Κριτικών ζωικών σπουδών (έχω ειδικότερα στο μυαλό μου την παράδοση του ριζοσπαστικού φεμινισμού που χαρακτηρίζει τα περισσότερα βίγκαν οικοφεμινιστικά κείμενα). Δεδομένου ότι οι Κριτικές ζωικές σπουδές και ο βίγκαν οικοφεμινισμός έχουν μια καταρχήν μαχητική ιστορία, είναι δύσκολο να εντοπίσουμε ποια ακριβώς είναι τα χρονικά τους όρια.
«Όταν τα ζώα παρουσιάζονται με θηλυκοποιημένο και σεξουαλικοποιημένο τρόπο, η απούσα αναφορά είναι οι γυναίκες. Όταν οι γυναίκες παρουσιάζονται ως κομμάτια κρέατος, η απούσα αναφορά είναι τα ζώα. Έτσι ενεργοποιείται ένας κύκλος εκμετάλλευσης, που εντείνει την καταπίεση μιας ομάδας όντων, αντλώντας από την καταπίεση μιας άλλης». (Caroljadams.com)
Josephine Donovan και Carol J. Adams, The Feminist Care Tradition in Animal Ethics: A Reader, Columbia University Press, Νέα Υόρκη 2007.
Cornelia Möser, «Ecofeminism as a Traveling Theory. French and German Perspectives», Social Politics, 2025, doi: 10.1093/sp/jxaf013· Goran Durdevic και Suzana Marjanic, Ecofeminism on the Edge : Theory and Practice, Emerald Publishing Limited, Ληντς (Αγγλία) 2024.
Tristan Lefort Martine και Myriam Bahaffou (επιμ.), L’écoféminisme en défense des animaux, Cambourakis, Παρίσι 2024.
Kuura Irni, «Chapter 7: Revisiting Ecofeminist Genealogies: towards Intersectional and Trans-Inclusive Ecofeminism», στο Kadri Aavik, Kuura Irni και Milla-Maria Joki (επιμ.), Feminist Animal and Multispecies Studies: Critical Perspectives on Food and Eating, Brill, Λέιντεν (Ολλανδία) 2023, σ. 228.
Πρόσφατα, και πιθανώς ως απάντηση σε όλους τους αυτοαποκαλούμενους «κυρίαρχους αρσενικούς», η έννοια του «golden retriever boyfriend» εμφανίστηκε στο διαδίκτυο μεταξύ (φεμινιστριών;) ετεροφυλόφιλων γυναικών. Ορίζει έναν τύπο αρρενωπότητας που είναι επιθυμητός για την πίστη, την καλοσύνη, την ενσυναίσθηση και την ευρηματικότητά του. Αυτό το μοντέλο έρχεται σε άμεση αντίθεση με την επιβολή της επιθετικότητας και της κυριαρχίας που εκφράζουν οι κυρίαρχοι αρσενικοί. Αυτή η ζωοποίηση δεν είναι ούτε ταπεινωτική ούτε υποτιμητική, αλλά αποτελεί μια εναλλακτική προσέγγιση της επιθυμητής αρρενωπότητας.
Mel Y. Chen, Animacies Biopolitics, Racial Mattering, and Queer Affect, Duke University Press, Ντάραμ (Αγγλία) 2012.
Η ομοφυλοφιλία, όπως και η ζωοφιλία, καταδικάστηκαν ιστορικά και θεωρήθηκαν από την Εκκλησία ισοδύναμες πρακτικές και ύψιστες μορφές προδοσίας της ανθρώπινης φύσης. Η ιστορία του κυνηγιού μαγισσών και το ρεπερτόριο των «διαβολικών» πρακτικών για τις οποίες κατηγορήθηκαν, περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό «εγκλήματα» σεξουαλικής φύσης· για πρώτη φορά, η εξουσία (θρησκευτική και κρατική) νομοθέτησε πάνω σε στάσεις και «χορογραφία» της ερωτικής πράξης, καθιερώνοντας το ετεροφυλοφιλικό, έγγαμο ζευγάρι ως τη μόνη κατάλληλη χορογραφία για την ανθρωπότητα. Βλ. Silvia Federici, Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα: Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση, μτφρ. Ιρ. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Εκδόσεις των Ξένων, Αθήνα 2014 και Michel Foucault, Η ιστορία της σεξουαλικότητας, τόμ. 1 και 4, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος/Θ. Λάγιος, Πλέθρον, Αθήνα 2011/2019.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ Τ@ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
H Myriam Bahaffou είναι πανεπιστημιακός και ακτιβίστρια. Το βασικό πεδίο ερευνών της είναι η ζωική ηθική από αποαποικιακή οικοφεμινιστική σκοπιά. Επιχειρεί να ανανεώσει τη θεώρηση του οικοφεμινιστικού κινήματος, εμμένοντας στον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα του και καταδεικνύοντας την πρωτοτυπία των αφηγήσεών του. Εκπονεί το διδακτορικό της στη φεμινιστική φιλοσοφία (Πανεπιστήμιο της Πικαρδίας Ιούλιος Βερν, Centre Universitaire de Recherches sur l’Action Publique et le Politique – CURAPP, και Πανεπιστήμιο της Οτάβας). Είναι ακτιβίστρια στο κίνημα του οικοφεμινισμού, λάτρης της θάλασσας και των εχινόδερμων, χαρούμενη αντισπισίστρια και μαχητική ερωπολιτικός. Το έργο της προσεγγίζει διαθεματικά τον αντισπισισμό, εστιάζοντας στις δυναμικές της ζωοποίησης και ανθρωποποίησης των φυλετικών μειονοτήτων. Το βιβλίο της Des Paillettes sur le compost, écoféminismes au quotidien (Με τις παγιέτες στο κομπόστ, καθημερινοί οικοφεμινισμοί) εκδόθηκε το 2022 από τις εκδόσεις Le passager clandestin. To 2025 κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις το βιβλίο της Éropolitique: Écoféminismes, désirs et révolution («Ερωπολιτική: Οικοφεμινισμοί, επιθυμίες και επανάσταση»).